ΆρθροΑρχείο

Μεσ’ την υπόγεια την ταβέρνα…

Σήμερα, εορταστικές μέρες που ’ρχονται, είπα να μιλήσουμε για ποίηση και τραγούδια. Για κάτι ευχάριστο, μ’ άλλα λόγια. Που, –μεταξύ μας.– δεν ξέρω πόσο ευχάριστο θα βγει το κείμενο, αν δεν βγει όμως όπως το περιμένετε, στο τέλος προσφέρουμε και κουραμπιέ.

 

Ο τίτλος λοιπόν του σημερινού κειμένου είναι η αρχή ενός ωραιότατου ποιήματος του Κώστα Βάρναλη, που έχει μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, δυστυχώς όμως μόνο οι τρεις πρώτες στροφές κι έτσι, όσοι δεν ξέρουν από ποίηση, δεν έχουν διαβάσει ή ακούσει ποτέ τις τρεις τελευταίες στροφές του ποιήματος, από τις συνολικά έξι. Τις παραθέτω για τους μη γνωρίζοντες:

 

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·[1]
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη[2]
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.[3]

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το ’πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

 

Καταλάβατε τι καταστάσεις περιγράφει ο ποιητής; Τραγικές! Από «βόηθα, Παναγιά» έως «μακριά από μας»! Αυτά έπρεπε να μας δώσει ο Μίκης. Μήπως και σκεφτούμε λίγο βαθύτερα απ’ το «Ήλιε και θάλασσα γαλάζια και βάθος τ’ άσωτου ουρανού». Εμείς εδώ κάτω είμαστε, εδώ ζούμε. Ούτε πιλότοι γίναμε, ούτε αστροναύτες. Εδώ μας χρειάζεται η σοφία, όχι σ’ «της αυγής κροκάτη γάζα».

 

Διαβάζω Ελύτη και τα μάτια μου υγραίνονται. Από το «Άξιον Εστί» (Προφητικό):

 

«Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας

η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν,
ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και
κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες,
κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο
Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν
αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν

σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν

με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του
λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του,

κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;»

 

Εκεί μας φέρανε; Εκεί είμαστε τώρα! Κι εμείς γιατί συνεργαστήκαμε; Γιατί τους το επιτρέψαμε; Συνεχίζει όμως ο ποιητής:

 

«Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.

Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από
την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι
νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα
χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν
όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να
βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών

εμφιαλωμένη φύση. Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα
μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην
έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της

καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί

στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των
ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν
αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την
πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα
όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!»

 

Τα είχε πει. Τα ξέραμε απ’ το 1959, την χρονιά που τέλειωσε το αριστούργημά του, το «Άξιον Εστί». Και τι κάναμε; Επιτρέψαμε στους επιτήδειους να μας σέρνουν απ’ την μύτη και να ρυθμίζουν τις ζωές μας. Λες κι αν θέλαμε ν’ αυτοκτονήσουμε, δεν μπορούσαμε μόνοι μας, χρειαζόμασταν και τα λαμόγια να μας βοηθήσουν. Ακόμη και σήμερα, μετά την καταστροφή, μετά που μας έχει χτυπήσει κεραυνός και μας έχει κατακάψει, ακόμη και σήμερα «προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα». Το αστείο και το οξύμωρο είναι ότι τι προσμένουμε από ’κείνους που μας έφεραν σ’ αυτήν την κατάσταση. Δεν πρόκειται να έρθει!

Και επειδή δεν μ’ αρέσει η απαισιοδοξία, ειδικά τις γιορταστικές μέρες, συνεχίζω να διαβάζω, ξανά και ξανά το έργο του Ελύτη, (όσες φορές και να το διαβάσει κανείς, όλο και κάτι καινούργιο ανακαλύπτει):

 

«Γυμνώθω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι άνεμοι

Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμένες ψυχές

Κι απ’ τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουν

Τη γη, να φάνουν * τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!»

(Άξιον Εστί ιβ΄)

 

Έχει δίκιο ο ποιητής! Δεν χανόμαστε! Το έχει αποδείξει η Ιστορία. Τόσοι και τόσοι πέρασαν από ’δω. Που προσπάθησαν να μας υποδουλώσουν, να μας αλλοτριώσουν για πολλά χρόνια. Οι Πέρσες αποκρούστηκαν και δεν μετράνε. Οι Ρωμαίοι μας κατέκτησαν και έμειναν μαζί μας για πολλούς αιώνες. Και απέκτησαν φιλοσόφους! Τα όπλα τους κατέκτησαν την Ελλάδα και το Ελληνικό πνεύμα κατέκτησε την Ρώμη. Ακολούθησαν οι Βυζαντινοί και μετά οι Τούρκοι. Το ελληνικό πνεύμα έδιωξε όλα τα μιάσματα, (δεν ευδοκίμησαν ποτέ οι μονομάχοι στην Ελλάδα, ούτε ο σταυρικός θάνατος), κράτησε μόνο τα καλά, όπου και όσα υπήρχαν και τα ελληνοποίησε. Κλασσικό παράδειγμα ο Καραγκιόζης. Τούρκος ήταν, αλλά τον κάναμε πιο Έλληνα απ’ τους Έλληνες. Πιστεύω ακράδαντα ότι ούτε οι πολιτικοί μας (δεν εξαιρώ κανέναν) μπορούν να τα καταφέρουν να μας σβήσουν, παρά τους ισχυρούς συμμάχους τους –και εχθρούς της πατρίδας,– που έχουν συνταχθεί μαζί τους. Η Ελλάδα «μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά». Είναι η μοίρα μας!

 

Και κλείνω με κάτι απ’ τον Κ. Παλαμά, που ήταν μεγάλος Έλληνας πατριώτης. Από το «Σπίτι Που Γεννήθηκα»:

«Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα».

 

Η Ελλάδα μας!

 

ΥΓ: Το κείμενο αυτό το έγραψαν ποιητές μας, που αγάπησαν την Ελλάδα τόσο, όσο οι πολιτικοί μας κι εμείς την καταστρέφουμε σήμερα. Πιστεύω και δεν θα σταματήσω ποτέ να το φωνάζω ότι έχουμε κι εμείς τις ευθύνες μας!

 

ο θείος Τάκης (Παναγιώτης Περράκης)

_________________________________________________

[1] Χτικιό αποκαλούσαν παλιότερα την φυματίωση, που ήταν, χωρίς τα αντιβιοτικά τότε, θανατηφόρα νόσος.

[2] Στο Παλαμήδι υπήρχαν βαρυποινίτες και θανατοποινίτες. Εκεί λειτούργησε και η καρμανιόλα.

[3] Χώρος συνάθροισης πορνών, προς άγραν πελατείας. Καμιά σχέση με το σημερινό Γκάζι.

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά της

 

Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.

 

Και στα δύο αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου!