ΆρθροΑρχείο

Η γέφυρα …οι μοίρες και το τούνελ……

Του Βασίλη Καπετάνιου
Μια ρεματιά ένα πέρασμα χώριζε τον Άπορο από τον Εύπορο. Στην δεξιά πλευρά του ξεροπόταμου ζούσε ο πλούσιος άρχοντας χωμένος μέσα στα πλούτη. Το μόνο που άκουγε ήταν οι ήχοι από τα χρυσάφια καθώς κροτάλιζαν  φοβερή δύναμη μέσα στα υπόγεια θησαυροφυλάκια του . Στην αριστερή πλευρά ζούσε ο φτωχός  Άπορος , το μόνο που άκουγε κάθε μέρα ήταν το κλάμα των πέντε μικρών παιδιών του για να γεμίσουν έστω και με αέρα την άδεια κοιλιά τους. Το μόνο σημείο που ένωνε τους δύο «κόσμους»  η γέφυρα στις δυο όχθες του ποταμού. Ένα παράξενο κατηφορικό τόξο έκανε η γέφυρα από την δεξιά στην αριστερή όχθη του ρέματος. Όταν καθόσουν στην δεξιά όχθη δεν ήταν δυνατόν να δεις  τα βάσανα και την δυστυχία της αριστερής όχθης. Αν βρισκόσουν στο κάτω αριστερό μέρος του ξεροπόταμου δεν έβλεπες παρά μόνο τους ψηλούς μαντρότοιχους  των ακριβών επαύλεων. Κάθε πρωί σύριζα από την ψηλό τοίχο του Εύπορου περνούσε ο φτωχός Άπορος για να πουλήσει την μυϊκή του ισχύ , το κορμί του για ένα κομμάτι ψωμί. Έπιαναν τα χέρια του,  όποια δουλειά και να του έδιναν τα έβγαζε πέρα. Αλλά τα τελευταία χρόνια όλο και πιο δύσκολα είχαν γίνει τα πράγματα γιατί πολλοί ήταν αυτοί που μάζευαν την δυστυχία τους στην αριστερή όχθη του ρέματος. Όταν  το βράδυ γυρνούσε κουρασμένος στο σπίτι, το χορτάτο χαμόγελο των παιδιών  τους το πιο πλούσιο μεροκάματο, του έπαιρνε όλη την κούραση. Ο Εύπορος το τελευταίο διάστημα έπαιρνε το πρωινό του στην ταράτσα που έβλεπε προς τον ξεροπόταμο. Ενώ απολάμβανε το πλούσιο πρωινό του παρατηρούσε για μέρες τον φτωχό του «γείτονα», καταλάβαινε ότι βάδιζε τον δρόμο του καθημερινού μεροκάματου. Τρίτη μέρα που το έβλεπε σήμερα να γυρίζει πίσω νωρίς, σκυφτός λες και κουβαλούσε την κατάρα του Σίσυφου και τον ίδιο τον Σίσυφο στην πλάτη του.  Χτύπησε το χάλκινο κουδούνι, εμφανίστηκε ο προσωπικός του υπηρέτης.
 
-Τρέξε σε παρακαλώ να φωνάξεις αυτόν τον φουκαρά που βαδίζει την γέφυρα.
-Μάλιστα κύριε!!! (Έφυγε τρέχοντας, υπάκουος « πιγκουίνος»  μέσα στην ασπρόμαυρη στολή του ο υπηρέτης.)
 
-Αγαπητέ κύριε θα μπορούσατε να έλθετε τώρα αμέσως στην έπαυλη του κυρίου μου; ( Ήταν τα πρώτα λόγια του «πιγκουίνου» στον απογοητευμένο Άπορο. Εκείνος σκέφτηκε ότι σταμάτησε η ατυχία του και θα έβγαζε κάποιο μεροκάματο . Συντόνισε τα βήματα του με τον γρήγορο βηματισμό του «πιγκουίνου και βρέθηκε στην πέργκολα του Εύπορου. Πριν φτάσει στον άρχοντα έριξε μια ματιά στην ρεματιά, πουθενά δεν φαινόταν η φτωχή γειτονιά του. Από τούτο το σημείο ήταν εξαφανισμένοι!!! )
-Λοιπόν, θέλεις να κερδίσεις 100 μονάδες; (Ένα κατοστάρικο ήταν μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή.)
-Βεβαίως.  (Ήθελε να του πει και κύριε, αλλά σταμάτησε στο βεβαίως) .
-Θα σου δώσω 100 μονάδες αν πας πίσω από το πλατάνι και βρεις ένα γέρο Νάνο. Αυτός ξέρει που είναι οι Μοίρες. Να πας να βρεις την Μοίρα μου, να της πεις να σταματήσει να μου δίνει πλούτο δεν θέλω άλλο.
-Δεν μας παρατάς ρε φίλε την πλάκα σου θέλεις να κάνεις πρωί-  πρωί. (Σηκώνεται και φεύγει θυμωμένος χωρίς να μπορεί να τον σταματήσει ο ασπρόμαυρος «πιγκουίνος» ο οποίος συνεχώς του έλεγε .)
-Το εννοεί,  μην χάνετε αυτήν την ευκαιρία.
 
Οι μέρες προχωρούσαν, το μεροκάματο δεν ερχόταν η γκρίνια και η πείνα μεγάλωνε στο σπίτι του Άπορου. Δεν άντεξε πήγε και χτύπησε την πόρτα του πλούσιου.
-Τον αφέντη σου (είπε στον υπηρέτη) Εντάξει θα το κάνω αυτό…..( είπε στον Εύπορο, εκείνος του πέταξε ένα πουγκί με τις 100 μονάδες).
Για μεγάλη του έκπληξη στον πλάτανο , μέσα στην μεγάλη κουφάλα ζούσε ένας γέρο Νάνος.  Καλοσυνάτος και πρόσχαρος του έδωσε πληροφορίες.
-Θα πας από εδώ δεξιά στην ανηφόρα  σε ένα παλάτι σε βγάζει και μόνο. Αλλά γιατί ψάχνεις των άλλων την Μοίρα; Ο καθένας έχει την Μοίρα που του αξίζει……
Δεν του έδωσε απάντηση και χάιδεψε το πουγκί μέσα στην τσέπη του και πήρε την ανηφόρα. Πράγματι βρήκε ένα υπέροχο παλάτι και μια λαμπερή νεράιδα.
-Παρακαλώ τι θέλετε κύριε;
-Ένα μήνυμα σου στέλνω, ο Εύπορος άρχοντας που μένει στην δεξιά όχθη, δεν θέλει άλλα πλούτη , βαρέθηκε αυτά που έχει του φτάνουν για μια ζωή και παραπάνω.
-Λυπάμαι ( του απάντησε με ένα γοητευτικό χαμόγελο η νεράιδα) αυτό δεν γίνεται!! Έλα εδώ μαζί μου να δεις ( και την ακολούθησε στις αποθήκες ).Εδώ όλα τούτα τα πλούτη είναι δικά του και μόνο δικά του. Κάθε μέρα θα του στέλνω χρυσάφι και ας βαριέται αυτός. (Στο τέλος η αποθήκη τέλειωνε σε μια γυάλινη πύλη σαν καθρέφτης, βλέποντας το είδωλο του μέσα στα χρυσάφια ρώτησε την νεράιδα.)
-Μα πως είναι δυνατόν;
-Έτσι είναι η μοίρα.
 
Ο Άπορος σηκώθηκε να φύγει, αυτός την δουλειά του την έκανε με τον καλύτερο τρόπο , το άξιζε το μεροκάματο του. Έξω από την κουφάλα του πλάτανου ο γέρο  Νάνος κάρφωνε μια ανακοίνωση με κόκκινα γράμματα , δεν έδωσε σημασία μόνο του έκανε μια ερώτηση, μια ξαφνική ιδέα του πέρασε από το νου.
-Νάνε μήπως ξέρεις που είναι και η δική μου Μοίρα;
-Μα και βέβαια, πάρε το κατηφορικό αριστερό μονοπάτι.
 
Έφυγε τρεχάτος, περίμενε και αυτός να βρει την δική του καλή νεράιδα. Αλλά  η ζωή ήταν και αυτή  ένας μπερντές του θεάτρου σκιών, αντί σε παλάτι όπως νόμιζε, βρέθηκε σε μια ετοιμόρροπη παράγκα. Κοίταξε δεξιά κοίταξε αριστερά δεν είδε κανένα άλλο κτίσμα, αυτή ήταν η δική του μοίρα , η παράγκα. Χτύπησε την πόρτα και κόντεψε να την γκρεμίσει , μπήκε μέσα στο ετοιμόρροπο κατασκεύασμα σε μια άκρη ήταν το κρεβάτι, ξεχώρισε μια ανθρώπινη φιγούρα. Πήγε κοντά και την ξεσκέπασε, ξύπνησε μια άσκημη, σχεδόν φαλακρή , ξεδοντιασμένη γριά.
-Εσύ είσαι η Μοίρα μου;
-Ναι εγώ είμαι.
-Και τι κάνεις εδώ;
-Εδώ είναι και η μοίρα της Μοίρας σου!
-Μα κάθεσαι και κοιμάσαι;
-Μα και τι άλλο να κάνω.
-Να φέρνεις πλούτο όπως και η Μοίρα του Εύπορου.
-Εμένα εδώ είναι η μοίρα μου και η Μοίρα η δική σου.
-Και γιατί κοιμάσαι; ( Την ρώτησε θυμωμένος.)
-Αν δεν με έπαιρνε ο ύπνος, ούτε το κατοστάρικο που οικονόμησες δεν θα  εύρισκες. Χαμένε!
 
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι , εκείνο το ειρωνικό βλέμμα της μαχαιριά μέσα στα μάτια του. Ένα ξαφνικό ερώτημα τον αγρίεψε. Που ήξερε αυτή για το κατοστάρικο; Μοίρα ήταν όχι μάντισσα. Πριν προλάβει να του πει άλλη κουβέντα της τραβά με μιας την χιλιομπαλωμένη μαντίλα και μαζί παρασέρνει και μια ολοπρόσωπη μάσκα. Ταράχτηκε όταν είδε ότι ήταν η ίδια Μοίρα με την Μοίρα του πλούσιου. Εκείνη τρόμαξε όταν αποκαλύφθηκε η πραγματική της ταυτότητα. Τράβηξε μια κουρελού, πίσω της αποκαλύφθηκε ένας ημιφωτισμένος διάδρομος. Άρχισε να τρέχει αλαφιασμένη, πίσω της θυμωμένος και κρατώντας την γεροντίστικη μάσκα ο φτωχός  Άπορος. Μέσα στο τούνελ του διαδρόμου οι εκατό μεταλλικές μονάδες, το μεροκάματου έκαναν ένα υπόκωφο εφιαλτικό θόρυβο. Δεν την πρόλαβε, κλειδώθηκε πίσω από μια γυάλινη απαραβίαστη πόρτα. Όσο και να την χτύπησε και να την κλώτσησε τούτο το γυαλί πιο γερό και από ατσάλι. Με τα χέρια ψηλά στηριγμένα πάνω στην γυάλινη επιφάνεια στο ένα χέρι κρεμόταν η μάσκα στο άλλο το πουγκί με τα λεφτά, παρατηρούσε τον χώρο. Δεν το χώραγε ο νους του εκεί ήταν οι υπόγειες αποθήκες με τον πλούτο του Εύπορου. Ετούτη η Μοίρα κάθε μέρα έπαιρνε τον καθημερινό του ιδρώτα, τον δικό του και τόσων άλλων και τον έκανε χρυσάφι στα υπόγεια παλάτια του Εύπορου.
 
Θυμωμένος χτυπούσε την μάσκα και το πουγκί πάνω στο τζάμι. Τα χτυπήματα του έδωσαν ένα αρχέγονο ρυθμό, ένα πολύ γνωστό του τραγούδι και  το ημιφωτισμένο τούνελ γέμιζε με την φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου , να τραγουδά τα λόγια του Ιάκωβου Καμπανέλη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη
«Αρνιέμαι αρνιέμαι αρνιέμαι /  οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά / αρνιέμαι να με κάνουν ό,τι θένε/ αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.»
-Έ άσε τα τραγούδια και ξύπνα να πιεις ένα καφέ.
 
Ο Πέτρος ξύπνησε αλαφιασμένος, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, γύρισε και κοίταξε τα κόκκινα σημάδια στο ραδιόφωνο ξυπνητήρι , 5:45 , η μουσική έναρξη της ημέρας σήμανε το τέλος του εφιάλτη. Τώρα ήξερε ότι σήμερα δεν θα πήγαινε στο εργοστάσιο, σήμερα ήταν ημέρα γενικής απεργίας. Πήγε τα παιδιά στο σχολείο τους, πεζός πέρασε την γέφυρα. Η αφίσα πάνω στο γέρικο πλάτανο έγραφε με μεγάλα κόκκινα γράμματα «Στις 8 έξω από τις πύλες του εργοστασίου» Ήταν εκεί από τους πρώτους. Ο  «πιγκουίνος» έτσι ήταν το παρατσούκλι του, ο ρουφιάνος  του αφεντικού κατέγραφε όσους εργάτες κατέβαιναν σε απεργία. Σήμερα θα χρειάζονταν και δεύτερο μπλοκάκι κανένας δεν πέρασε την πύλη ……… οι γυάλινες πύλες της εφιαλτικής μοίρας άρχισαν να τρίζουν….
*Την  ιστορία με τις μοίρες μέχρι ενός σημείου την οφείλουμε στον πατέρα του Χάρη, άλλη μια ιστορία μεταξύ μιας καλήσπέρας και μιας καληνύχτας στο περίπτερο της οδού Γούναρη. Για την τροποποίηση της και τα πρόσθετα στοιχεία ευθύνεται η φαντασία και πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
 
** Τις τελευταίες μέρες έγινε μόδα η λέξη «γέφυρα» , «γέφυρες» . Όταν οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, η εργατική τάξη προσπαθεί να χτίσει «γέφυρες» με την άλλη όχθη θα ανακαλύπτει μόνο «μοίρες» που δουλεύουν για άλλους. Μόνο χτίζοντας ταξικά  φράγματα και γκρεμίζοντας τα ημιφωτισμένα τούνελ της  εκμεταλλευτικής «μοίρας»  θα βρει τον πραγματικό της δρόμο. Η όποια ευρωπαϊκή «γέφυρα» απαιτεί ανθρωποθυσίες όπως λέει και ο θρύλος από τα παλιά χρόνια, στο γεφύρι της Άρτας……. Τώρα όμως δεν θέλουν να θάψουν  ζωντανή μόνο την γυναίκα του πρωτομάστορα αλλά μια ολόκληρη τάξη…