ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με σεξ

Είπα να διανθίσουμε λιγάκι σήμερα τις «Παλιές Ιστορίες». Να βάλουμε και λίγο σεξ μέσα, λίγο δηλαδή, όσο πατάει η γάτα, μην περιμένετε να σας γράψω πορνογράφημα. Πάμε λοιπόν:

 

Κάποτε είχα μια πολύ καλή φίλη, την Ingrid, απ’ την Βιέννη κι όταν λέω φίλη, εννοώ φίλη, το σεξ δεν είχε υπεισέλθει (ακόμη) στην σχέση μας. Να λέμε και την μαύρη αλήθεια, εμείς καλά περνάγαμε και χωρίς σεξ. Είχαμε του κόσμου τα κοινά ενδιαφέροντα, συμφωνούσαμε σχεδόν σε όλα κι όταν τύχαινε, αραιά και πού, να διαφωνήσουμε, τσακωνόμασταν άγρια. Μέχρι ξύλο παίζαμε. Πού να χωρέσει το σεξ σε τόση… ευτυχία; Κάποτε χώρεσε όμως, δόξη και τιμή! Ήταν μια φορά, μετά από μια διαφωνία, που η Ingrid με έδερνε. Της άρεσε να με κοπανάει, το απολάμβανε. Εγώ δεν αντιδρούσα καθόλου, γιατί η φίλη μου τηρούσε τους κανόνες που είχαμε θεσπίσει: Όχι κτυπήματα στο πρόσωπο. Της έκανε εντύπωση η έλλειψη αντίδρασης από μέρους μου και με ρώτησε. «Αφού σ’ ευχαριστεί να με δέρνεις, δέρνε με. Γι’ αυτό είναι οι φίλοι», απάντησα με απάθεια. Με φίλησε. Με φίλησε ερωτικά και τότε άρχισαν όλα. Γδυθήκαμε με μια νωχέλεια υποδειγματική και αρχίσαμε την γενετήσια λειτουργία. Πρώτα τα προκαταρτικά, που λειτουργούν ως ορεκτικό, αλλά εμείς, μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας, δεν χρειαζόμασταν ορεκτικά.

 

Κάποτε φτάσαμε και στο κυρίως γεύμα, που πήγαινε όλο και πιο γρήγορα, για να φτάσει σ’ ένα κρεσέντο, που είναι κι ο αντικειμενικός σκοπός,  που έμελλε να μην έρθει ποτέ. Γιατί; Γιατί κάποια στιγμή η Ingrid ανέκραξε:

«Ich komme! Ich komme![1]» (Κατά λέξη μετάφραση: Έρχομαι! Έρχομαι!)

Δεν ξέρω πώς μου ’ρθε, αλλά της είπα, πολύ ψύχραιμα και με μεγάλη τρυφερότητα είναι η αλήθεια, παίρνοντας κατά λέξη την κραυγή της: «Dann, Liebling, herzlich willkommen!»[2] και ξεραθήκαμε και οι δυο στα γέλια. Ξεχάσαμε το σεξ, το πού… πήγαινε ή από πού… ερχότανε η Ingrid και γελάγαμε, ενώ εγώ συνέχιζα να τρώω ξύλο, γιατί της το είχα χαλάσει, όπως είπε. Τότε γιατί γέλαγε; Μας δόθηκαν άλλες ευκαιρίες αργότερα κι εγώ δεν ξανάκανα πλάκα, γιατί πλάκες, σ’ αυτά τα θέματα, μια φορά γίνονται.

 

Αυτή ήταν η πιο ωραία πλάκα που έχω κάνει στη ζωή μου, μια πλάκα που είχε σχέση με το σεξ βεβαίως. Ήταν κάτι που έγραψε η ίδια η ζωή, όταν δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει και ως γνωστόν, η ζωή γράφει τις καλύτερες κωμωδίες. Όσο κι αν προσπαθήσω, αποκλείεται να σκεφτώ κάτι καλύτερο.

 

Ήταν και μια άλλη, Αυστραλή αυτή, η Susan. Τρία χρόνια ήμαστε τακίμι, αχώριστοι, αλλά από σεξ, τίποτα! Δεν ήθελε, ενώ ήταν φανερό ότι της άρεσα και με ήθελε κι είχα καταστήσει σαφέστατο ότι κι εγώ την ήθελα. Είχε έρθει από την Αγγλία μ’ ένα τροχόσπιτο, το οποίο και θα οδηγούσε πίσω στην Αγγλία, θα το πουλούσε εκεί και θα αγόραζε το εισιτήριό της για την πατρίδα της.

 

Κάποτε βεβαίως την ρώτησα:

«Στάσου, βρε γλυκιά μου, αν δεν σ’ αρέσω, γιατί δεν μου το λες, να πάψω να σου φορτώνομαι; Αν δεν σ’ αρέσω, τι κάνεις συνεχώς μαζί μου; Γιατί δεν βρίσκεις κάποιον που να σ’ αρέσει;»

«Μ’ αρέσεις!» μου απάντησε. «Αλλά, αν κάνουμε έρωτα, δεν θα ξαναπάω πίσω στην Αυστραλία κι αν δεν επιστρέψω, θα έρθει η μάνα μου μ’ ένα τουφέκι και θα σε καθαρίσει,» έδωσε πλήρη εξήγηση η Susan και επειδή ο ηρωισμός μου δεν έφτανε να αντιμετωπίσω μια αγριεμένη μάνα, με τουφέκι στα χέρια της, δεν επέμεινα.

 

Όλα καλά και ήρεμα λοιπον, μέχρι την τελευταία βραδιά. Χαράματα την άλλη μέρα, έφευγε. Την περάσαμε μαζί την βραδιά εκείνη. Φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και κατά τις 01:00 το πρωί την πήγα στο τροχόσπιτό της, που το είχαμε παρκάρει στην Αρβανιτιά. Την αγκάλιασα, την φίλησα και την αποχαιρέτισα. Τότε μου είπε:

«Έλα μέσα. Θα φτιάξω καφέ» και μπήκα στον στενό χώρο του τροχόσπιτου.

Ήπιαμε τον καφέ μας, μαζί με ένα λικεράκι, που σέρβιρε η Susan και κάποτε έπρεπε να φύγω, για να την αφήσω να κοιμηθεί λιγάκι. Είχε ταξίδι την μέρα που ξημέρωνε. Άντε πάλι αποχαιρετισμοί, αγκαλιές, φιλιά, –μου άρεσε να την φιλάω, γιατί ήταν πανύψηλη κοπέλα, (183 cm,) και την φιλούσα χωρίς να χρειάζεται να σκύβω!– αλλά σε κλειστό χώρο ετούτη την φορά. Μετά κίνησα να φύγω. Δεν με άφησε. Με κράτησε στην αγκαλιά της και είπε:

«Θέλω να μείνεις απόψε!»

Το είπε με δάκρια στα μάτια και της απάντησα:

«Όταν θα μου το ξαναπείς αυτό, καρδούλα μου, φρόντισε να μην κλαις! Έπειτα τι θα γίνει, αν μείνω και δεν επιστρέψεις στην Αυστραλία; Πώς θα αντιμετωπίσω το τουφέκι της μαμάς σου;»

 

Δεν έμεινα. Έφυγα μετά από ένα τελευταίο φιλί, που έκλεινε όλη την αγάπη και τους πόθους και των δυο μας, όλα τα όνειρα που –πιθανόν– να είχαμε κάνει την παρελθούσα τριετία, γνωρίζοντας ότι θα με στοίχειωνε αυτή η απόφαση για πολλά χρόνια μετά, όπως και έγινε, αλλά δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ καμιά κοπέλα, για να κάνω το κέφι μου και πιστεύω ακράδαντα ότι σωστός άντρας δεν είναι εκείνος που λέει πάντα «ναι», αλλά εκείνος που μπορεί να πει και «όχι». Το «όχι» το είπα, όπως ένιωσα τότε, όπως θα έκανα ακόμη και σήμερα. Το είπα και μου κόστισε. Ακόμη μου κοστίζει, τριάντα τόσα χρόνια αργότερα.

 

Η δεύτερη σημερινή ιστορία δεν περιείχε σεξ, αλλά ας πούμε ότι δεν ήταν τυχερό…

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.

 



[1] Είναι η κραυγή που εκβάλουν οι Γερμανίδες, όταν φτάνουν σε οργασμό, όσο για το τι λένε οι Γερμανοί, ρωτήστε τις Γερμανίδες να σας πουν, εγώ δεν ξέρω.

[2]   «Τότε, αγάπη μου, σε καλωσορίζω εγκαρδίως!»