ΆρθροΑρχείο

Η ελιά … της συνέχειας…

Ο μικρόσωμος συμβολαιογράφος διόρθωσε με το αριστερό του χέρι την θέση των φακών πάνω στην ράχη της μύτης του. Τα  χοντρά μυωπικά κρύσταλλα και οι κόρες των ματιών του σχημάτιζαν δυο απαιτητικά χωνιά στο πρόσωπο του. Με μια αυστηρή περιστροφική κίνηση του λαιμού τα μάτια χωνιά απορρόφησαν την προσοχή του καθήμενου ακροατηρίου. Δύο υπόκωφα ξύλινα χτυπήματα του χάλκινου χαρτοκόπτη εξαφάνισαν και τον παραμικρό θόρυβο.  Όλα τα μάτια συγκεντρώθηκαν στην κάθετη κίνηση του κυρτού ωχρού  μετάλλου καθώς άνοιγε τον μεγάλο κίτρινο φάκελο.  
Ότι είχε πει ο παππούς  δια λόγου μετέφερε ακριβώς δια γραφής και ο τυπικός συμβολαιογράφος . Όλα αναμενόμενα όπως τα γνώριζαν δια της προφορικής παραδόσεως του υπερήλικα παππού. Λίγες μέρες πριν πεθάνει τους κάλεσε σε ένα γιορτινό τραπέζι και τους αποχαιρέτησε όρθιος. Εκεί τους ανακοίνωσε τις τελευταίες του επιθυμίες. Γεροντοπείσματα είπαν αλλά ο βαρκάρης του Αχέροντα ήταν μιλημένος με τον παππού και επιβεβαίωσε το ένστικτο του. Μικρή έκπληξη η αρχαία ελιά. Ελάχιστοι θυμόνταν την παρουσία της,  αλλά και όσοι γνώριζαν ανακουφίστηκαν όταν άκουσαν την επιθυμία του παππού για την απομακρυσμένη κληρονομιά.
-Την αρχαία ελιά στην θέση άγιος Αθανάσιος αφήνω στον δισέγγονο μου Δημήτρη, ελπίζω να την τιμήσει όπως της αξίζει.
Τούτη η αιωνόβια ελιά ακολουθούσε πανάρχαιους κληρονομικούς κώδικες χαμένους στα βάθη της τουρκοκρατίας. Η ελιά, η φροντίδα και ο καρπός της ανήκαν στον δισέγγονο αλλά το κτήμα ήταν κάποιου μακρινού συγγενή. Είχε δικαίωμα καλλιέργειας αλλά όχι δικαίωμα ιδιοκτησίας, τέτοια σημεία στήριζαν ένα εθιμικό δίκτυο το οποίο είχε μεγαλύτερη ισχύ από οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο.
Μετά από μέρες ο Δημήτρης και η γυναίκα του η Βούλα πήγαν να βρουν την γέρικη ελιά. Η αναζήτηση αυτή είχε περισσότερο τον χαρακτήρα εκδρομής παρά την πιστοποίηση μιας  κληρονομιάς. Το αγροτικό όχημα διέσχιζε δύσβατους αγροτικούς δρόμος. Πίσω του ακολουθούσε ο ήλιος, λεπτό με το λεπτό ψήλωνε το φώς του. Μετά  τα από λίγα χιλιόμετρα είδαν την μεγάλη πλαγιά, ένας ωχροπράσινος ακαλλιέργητος ζωντανός σιωπηρός πίνακας.
-Δημήτρη σίγουρα υπάρχει αυτή η ελιά;
-Για να το λέει ο παππούς!
Στην τελευταία στροφή φάνηκε η αλήθεια του παππού. Μια τεράστια ογκώδης ελιά, μόνη και μοναχική μέσα σε μια τεράστια ακαλλιέργητη έκταση. Η βαθιά απλωτή σκιά της ήταν το μοναδικό σημάδι αντίστασης, το μοναδικό αξεπέραστο εμπόδιο  στον ακράτητο κίτρινο καλπασμό του ήλιου. Άφησαν το διπλοκάμπινο στο τέλος του αδιέξοδου χωματόδρομου. Περπάτησαν αρκετά μέτρα για να την πλησιάσουν. Καψωμένοι από τον κυνηγό ήλιο κρύφτηκαν στην  ανακουφιστική σκιά της. Κάτω από τα πυκνά κλαδιά της πήραν δροσερές ανάσες σαν να ήπιαν ένα ποτήρι κρύο νερό. Κοιτούσαν γύρω – γύρω προς τα πάνω , ο όγκος , το ύψος , το πύκνωμα των φύλλων μόνο δέος προκαλούσαν. Η θέση της στρατηγική , από την θέση  της έβλεπε όλο τον δρόμο χωρίς να την βλέπουν, μέχρι  την τελευταία στροφή. Ένας αθέατος πράσινος φρουρός της πλαγιάς  ήταν τούτη η ελιά. Ο Δημήτρης ακούμπησε τα ανοιχτά του χέρια πάνω στον κορμό, χρειάζονταν πολλοί άνθρωποι για να αγκαλιάσουν τον μεγάλο κορμό , μπορεί να ήταν και τετρακοσίων χρονών. Με ένα ζωικό μαγνητισμό η ελιά τον κράτησε εκεί πάνω της, οι παλάμες του ανοιχτοί δέκτες πάνω της. Πρώτη αίσθηση των ζωντανών οργανισμών η αφή λένε οι επιστήμονες. Οι ανοικτές παλάμες και ο κορμός της ελιάς μπήκαν σε ακατάσχετη απτική επικοινωνία όταν ο δισέγγονος του παππού έκλεισε τα μάτια του.
Τούτη ελιά λύγισε όσο μπορούσε τα μεγάλα κλαδιά της, μέχρι το σημείο αποκοπής, αλλά δεν μπόρεσε να σώσει  από την αγχόνη του Τούρκου Πασά τα δυο ελληνόπουλα. Έμειναν εκεί κρεμασμένοι  για μέρες, μετέωρα θύματα του κατακτητή. Εκείνα τα δυο κλαδιά μπολιάστηκαν με τον θάνατο, δεν ξεράθηκαν αλλά δεν έβγαλαν ξανά καρπό.
Η ίδια ελιά ψήλωσε περήφανη τα κλαδιά της όταν άκουσε τον καπετάνιο να λέει στα κλεφτόπουλα, ότι τώρα πια με τα  όπλα τους θα υπηρετούσαν τον ξεσηκωμό του Γένους.
Αυτή η ελιά άνοιξε τα φύλλα της όσο μπορούσε καλύτερα για να ακούσει ένα παραπονιάρικο τραγούδι. Ένα μικρασιάτικο βιολί έπαιζε σε εννιά όγδοα την καταστροφή της Σμύρνης. Τα καυτά δάκρυα του μουσικού  έφτασαν μέχρι τις βαθιές ρίζες της και της έφεραν ένα θλιμμένο κάψιμο μέχρι την κορφή. Τούτα δάκρυα έγιναν ένας μικρός ξύλινος κόμπος, εκεί που τώρα ψηλαφούσε ο Δημήτρης. Μπορεί το δικό του χάδι να της ξύπνησε την μνήμη της Μικρασιατικής καταστροφής. Για μήνες έγινε το καταφύγιο για κατατρεγμένους Έλληνες.  Εκεί που τώρα ακουμπούσε το χέρι του ο δισέγγονός του παππού ήταν τα πετρωμένα δάκρυα της γέρικης ελιάς. Τούτο το εξόγκωμα έγινε κοντά τρεις παλάμες το 1945.  Χαρτογιακάδες κοντόθωροι εξουσιοφρενείς πολιτικάντηδες οδήγησαν το ένοπλο λαϊκό κίνημα της αντίστασης στην χειρότερη απαξίωση, εμφύλιος πόλεμος. Αδελφός να σκοτώνει τον αδελφό. Ό ένας χωρίς τύψεις  να παίρνει ανάσες ζωής και δροσιάς στον ίσκιος της. Ο άλλος με χυμένα τα σωθικά του να αργοπεθαίνει ενώ ένας δωδεκαωρίτης ήλιος τρομαγμένος  περνούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από πάνω του. Τελευταίο πετρωμένο δάκρυ της όταν άκουσε Ιούλη του 74 την προδοσία στην Κύπρο.
Την βουβή απτική επικοινωνία διέκοψε η φωνή της Βούλας , καθώς ολοκλήρωνε μια αργή περιστροφή  γύρω της.
-Πολύ θα ήθελα ένα τέτοιο δέντρο στον κήπο μας, φύλακας προστάτης της συνέχειας της ζωής . (Ασυναίσθητα ακούμπησε το χέρι της στο εξογκωμένο κορμώδες παράπονο της ελιάς, ένοιωσε μια ζεστή υγρασία. )
-Είναι ευλογημένο δέντρο, όλα μπορούν να γίνουν. ( Είπε ο Δημήτρης.)
Ένα αεράκι χαμήλωσε τα κλαδιά της , προσπάθησε να ακούσει τι λένε οι νέοι ιδιοκτήτες της.
Την άλλη μέρα λίγο πριν το μεσημέρι η Βούλα αναγκάστηκε να απαντήσει στις επίμονες κλήσεις του κινητού της , διακόπτοντας την φροντίδα του κήπου της.
-Κυρά Βούλα ο Γιώργος είμαι, ο υδραυλικός, άνοιξε την πόρτα του κήπου και τα τρία φύλλα σε λίγο φτάνω.
Δεν πρόλαβε να ανοίξει το τρίτο φύλο της πόρτας όταν εμφανίστηκε ο Γιώργος με τον τεράστιο γερανό. Στην πλάτη ήταν φορτωμένος ένας μεγάλος, τεράστιος ξύλινος κύλινδρος. Δεν κατάλαβε  τι ήταν αυτό το ογκώδες πράγμα. Αλλά όταν οι δαγκάνες του γερανού έφεραν όρθιο τον κύλινδρο είδε ξανά εκείνο το παράξενο ξύλινο εξόγκωμα. Αυθόρμητα το ακούμπησε, ξανά η ίδια ζεστή υγρασία. Κατάλαβε ότι ήταν η ελιά του παππού.  Πριν τελειώσει την αποκαλυπτική σκέψη της εμφανίστηκε ο άνδρας της οδηγούσε το σκαπτικό μηχάνημα του φίλου του.
 -Τι έκανες Δημήτρη;
-Τι έκανα;
-Κατάστρεψες την αιωνόβια ελιά;
-Όχι την έφερα στο σπίτι!
-Θα γίνει δέντρο αυτό το τεράστιο κούτσουρο, ούτε κλαδιά ούτε ρίζες έχει.
-Θα γίνει!
Το σκαπτικό μηχάνημα άνοιξε πολύ εύκολα ένα τεράστιο λάκκο.   Με κινήσεις ακριβείας λες και κατέβαζαν πανάκριβη πορσελάνη απίθωσαν τον κορμό στο βυθό της τρύπας. Τώρα πια είχαν ένα ξύλινο βράχο τεραστίων διαστάσεων μέσα στον κήπο τους!
-Και δεν μου λες θα λιπάρεις και θα χαλκώνεις τούτο το «βράχο»;
Ο Χριστόφορος και ο Βασίλης όταν γύρισαν το μεσημέρι από το σχολείο ξετρελάθηκαν με το καινούργιο τους παιγνίδι. Ένα μικρό ξύλινο βουνό μέσα στον κήπο τους. Το ίδιο απόγευμα ξεκίνησαν την ξύλινη ορειβασία τους. Όταν κατόρθωναν και ανέβαιναν στο φαρδύ πλατύ τέλος του «βουνού»  ένοιωθαν κυρίαρχοι βασιλιάδες του κήπου. Όσες φορές και να ανέβαιναν και να κατέβαιναν τελειωμό δεν είχε το παιγνίδι τους.
-Ας μην φυτρώσει τίποτα, τουλάχιστον έχουν τα παιδιά ένα καινούργιο παιγνίδι (μονολόγησε η Βούλα καθώς τα έβλεπε χαρούμενα να ετοιμάζονται για άλλη μια κατάληψη του βράχου).
Πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια ο Δημήτρης με ιεραποστολική αφοσίωση φρόντιζε τον «βράχο» σαν μια κανονική ελιά με όλα τα χρειαζούμενα.
 Ήταν Κυριακή 23 του Μάη, η Βούλα καθάριζε τον κήπο της όταν πρόσεξε μια μικρή αλλαγή εκεί που ήταν τα ξύλινο παράπονο της πρώην ελιάς. Πλησίασε κοντά, εκεί γύρω από τον «καημό» της είχε βγάλει τα πρώτα «ματάκια». Ρίζωσε και άνθισε ξανά.
-Δημήτρη το κούτσουρο έγινε ξανά ελιά, ( Τα πρώτα λόγια που είπε στον άνδρα της.)
-Πάντα ήταν!!!
 
*Κυριακή 23 Μαΐου με αφορμή ένα πίνακα ζωγραφικής έμαθα την ιστορία για την μεταφύτευση μιας αρχαίας ελιάς στον κήπο του Δημήτρη και της Βούλας. Τα υπόλοιπα τα έβαλε η φαντασία.
 
** Στον προσωπικό αλλά και συλλογικό μας κήπο υπάρχουν τεράστιοι ξύλινοι «βράχοι» συνέχειας, δεν έχουμε δικαίωμα ιδιοκτησίας αλλά μόνο υποχρέωση φροντίδας με όφελος την καρποφορία της συνέχειας. Κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι άχρηστα ξύλα που θα σαπίσουν αργά ή γρήγορα. Καλύτερα να τα πουλήσουμε όσο – όσο να βγάλουμε και καμία δόση του δανείου,  η συμβουλή τους. Αν επιμείνουμε με πίστη στο ακατόρθωτο,  Έλληνες, Ρωμιοί ταξιδευτές  της ου-τοπίας, της πραγματικής Ελλάδας, η ελιά θα ανθίσει ξανά. Τα πρώτα «ματάκια» θα τα βγάλει εκεί κοντά στις ξύλινες διογκωμένες πληγές των πετρωμένων  δακρύων…
 
Βασίλης Καπετάνιος