ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με… Αηδέσματα

Ήταν κάποτε στη Νότιο Κένυα, στα σύνορα με την Τανζανία. Ήμουν κι εγώ εκεί, γιατί αν δεν ήμουν, τι θα σας πω; Ήταν και μια μικρή πόλη, Namanga την λένε και είναι διηρεμένη, η μισή στην Κένυα, η άλλη μισή στην Τανζανία. Τραβήξαμε λίγο ανατολικά και φτάσαμε σε μια λιμνούλα, Amboseli τη λένε ή κάπως έτσι, γιατί ο επιβλητικός όγκος του Κιλιμάντζαρο δέσποζε από πάνω μας και κατέβαζε δροσιά. Ήθελα, ως συνήθως να τραβήξω μερικές φωτογραφίες και οι μαύροι φίλοι μου ήθελαν να πάνε στη σκιά. Μου έδειξαν λοιπόν σε ποιο μαγαζί θα με περίμεναν και έφυγα για να φωτογραφήσω.

 

Αφού φωτογράφισα διάφορα ωραία και παράξενα, κουράστηκα κι αποφάσισα να πάω στο μαγαζί, όπου με περίμεναν οι φίλοι μου. Το μαγαζί αυτό ήταν στα σύνορα μιας προστατευμένης περιοχής με άγρια ζώα, όπου δεν μπαίνω ποτέ μόνος μου, γιατί… άγρια είναι. Είχαν έρθει και μερικοί ακόμη, για να με δουν, –λες και ήμουν αξιοθέατο,– και φυσικά είχαν αρχίσει να πίνουν μπίρα ή αυτό το πράμα που αποκαλούν μπίρα εκεί κάτω. Η μαύρη σερβιτόρα να μου κάνει τα γλυκά μάτια και να τρίβεται πάνω μου κάθε φορά που έφερνε κάτι στο τραπέζι. Μου έφερε κι εμένα μια μπίρα ή αυτό το… κλπ.

«Τι συμβαίνει, ρε παιδιά;» ρώτησα τους άλλους, «με ερωτεύτηκε αυτή;» και όλοι ξέσπασαν σε γέλια.

«Δεν σε ερωτεύτηκε», μου είπε ένας, «αλλά είσαι ο μόνος λευκός στην παρέα και σε κάνει κέφι. Σε μας τους άλλους δεν δίνει σημασία».

«Και τι σημαίνει η διαφορά χρώματος επιδερμίδας;» απόρησα εγώ, που δεν είχα ποτέ ξεχωρίσει τους ανθρώπους με τέτοια κριτήρια.

«Είσαι διαφορετικός!» προσπάθησε να μου εξηγήσει, αλλά δεν καταλάβαινα κι αποφάσισα να πιώ την μπίρα μου, που δεν μου καλοκατέβαινε ξεροσφύρι.

«Δεν υπάρχει και τίποτα φαγώσιμο;» ρώτησα.

«Έχει εκεί» μου είπαν και μου έδειξαν μια ξύλινη γαβάθα, πάνω στο τραπέζι. Άπλωσα το χέρι μου και πήρα πέντε – έξι ξηρούς καρπούς, τους πέταξα στο στόμα μου και διαπίστωσα ότι ήταν άγνωστο είδος για μένα. Μου άρεσαν όμως και πήρα κι άλλους. Εντύπωση μου έκανε που ήταν μαλακοί. Φύσει περίεργος λοιπόν, ρώτησα:

«Ρε παιδιά, τι σόι ξηροί καρποί είναι αυτοί; Τοπικοί είναι, γιατί δεν τους ξέρω;»

«Ναι, ρε, τοπικοί είναι, αλλά δεν είναι ξηροί καρποί», με πληροφόρησαν.

«Και τι είναι, παρακαλώ;»

«Ακρίδες! Παναρισμένες και τηγανισμένες», ήρθε η απάντηση που με άφησε με το στόμα ανοιχτό.

«Σ’ αρέσουν, αγάπη μου;» ρώτησε η σερβιτόρα, που είχε πλησιάσει.

«Είναι πολύ γευστικές!» απάντησα.

«Φα’ τες όλες και θα στείλω τα παιδιά να μαζέψουν κι άλλες», μου είπε.

«Σ’ ευχαριστώ πολύ!» της είπα και της τσίμπησα το αριστερό βυζί, για να δω τι θα έκανε και μου πρόσφερε και το δεξί. Μμμ… καλή σερβιτόρα ήταν αυτή…

 

Έτσι έφαγα για πρώτη φορά ακρίδες που, απ’ ο,τι μου είπαν, είναι πολύ θρεπτικές. Το τι έγινε με την Αλίκη, την σερβιτόρα, αργότερα, υπάγεται σε άλλο κεφάλαιο που, όταν το πραγματευτήκαμε, ξεχάσαμε να το συμπεριλάβουμε κι αυτό. Δεν χάθηκε ο κόσμος.

 

Έχω φάει και κάτι άλλα παράξενα ζωάκια στη ζωή μου. Κάποτε στην Αγγλία, ένας φίλος, ο Michael, ήθελε δυο βιβλία, που τα είχε παραγγείλει, αλλά θα ερχόντουσαν μετά από ένα μήνα κι εκείνος τα βιαζότανε. Ήξερε όμως ότι εγώ τα είχα, τα είχε δει στην βιβλιοθήκη μου. Μου τα ζήτησε λοιπόν και, φίλος ήταν, του τα έδωσα, αφού μου υπέγραψε τις σχετικές αποδείξεις παραλαβής. (Δεν έχω δώσει βιβλίο ποτέ, χωρίς να πάρω απόδειξη, γι’ αυτό και δεν έχω χάσει ποτέ κανένα).

 

Ο Michael είναι απ’ την Νιγηρία και εκεί τρώνε ο,τι βρουν. Κάποτε λοιπόν μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι του είχε έρθει δέμα με κάτι καλό. Με προσκάλεσε λοιπόν, να πάω να δοκιμάσω τον μεζέ. Και πήγα. Όταν τον είδα να κόβει σε φέτες κάτι μακρόστενο, νόμισα ότι θα με τάιζε χέλι, αλλά σαν πολύ χοντρό μου φαινότανε εκείνο τα πράμα για χέλι. Όχι ότι είμαι ειδικός χελολόγος δηλαδή, αλλά αυτήν την εντύπωση απεκόμισα.

«Φάε και μην ρωτήσεις τι είναι πριν δοκιμάσεις», μου σύστησε ο Michael. «Θα σου πω μετά», συμπλήρωσε και έφαγα.

 

Έχετε φάει χέλι ποτέ; Είναι γευστικότατο! Εκείνο που έφαγα εγώ τότε ήταν είκοσι φορές γευστικότερο απ’ το χέλι και ήταν φίδι! Καπνιστό φίδι, που θα έσπαγε τα ταμεία στα καλύτερα εστιατόρια της Ευρώπης. Για όσους θα είχαν το θάρρος να το δοκιμάσουν. Μετά από τόσα χρόνια, η γεύση του είναι ακόμη στο στόμα μου κι εκείνο το λίπος του με κάνει να μου τρέχουν τα σάλια μέχρι σήμερα! Άλλο πράγμα, σας λέω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει!

 

Κάποτε έφαγα και κροκόδειλο. Είχαν φέρει και στην Αθήνα κάτι τέτοια πιάτα: Κροκόδειλο, ιπποπόταμο κλπ, αλλά δεν έπιασαν. Εμείς οι Έλληνες μόνο το σούσι εκτιμούμε, τρομάρα μας!

 

Ο αδεφός μου κάποτε είχε πάει διακοπές στη Γαλλία, οικογενειακώς. Την Τρίτη μέρα λοιπόν χτυπάει το τηλέφωνό μου και βλέπω ότι με καλούσε ο αδελφός μου.

«Τι διάολο, γύρισαν κιόλας;» απόρησα και απάντησα.

«Ρε Τάκη, μπορείς να μου πεις τι τρώω;» με ρώτησε.

«Εσύ στην Γαλλία, εγώ στο Ναύπλιο, πού να ξέρω τι τρως; Κάνε μια περιγραφή και μπορεί και να το μαντέψω», του σύστησα.

Μου έκανε την περιγραφή και κατάλαβα.

«Ο κιμάς έχει και μια γούβα στην κορυφή, που περιέχει ένα ωμό αυγό. Φιλέτο τατάρ τρως. Φά’ το! Είναι το καλύτερο κρέας που μπορούν να σου προσφέρουν», μάντεψα σωστά.

«Μα είναι αηδία! Ωμό!», αντέτεινε και δεν το έφαγε. Το έφαγε όμως ο Σπύρος, ο γιος του, που έχει πάρει από μένα.

 

Αυτά τα ολίγα για τα «αηδέσματα», που σας είναι άγνωστη λέξη, γιατί μόλις σήμερα την έφτιαξα. Από τα «αηδιαστικά» και το «εδέσματα». Έχω ζηλέψει την δόξα του Ελύτη, που έφτιαχνε δικές του λέξεις. Εκείνα τα «ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα», κατά το σαρκοβόρα και πελματοβάμονα, (από το «Άξιον Εστί»,) καρφί μου ’χουν κάτσει. Δεν είναι λέξεις για να τις απαγγέλει ή να τις διαβάζει κανείς. Είναι λέξεις που ζωντανεύουν την φαντασία και σε ταξιδεύουν γι’ αλλού.

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.