Παλιές Ιστορίες με 7η Τέχνη
Είναι κάτι ταινίες του Φελίνι, όλες δηλαδή, που όλοι τις βρίσκουν αριστουργήματα, γιατί μπορεί να μην τα καταλαβαίνουν όλα, αλλά κάτι καταλαβαίνουν, μέσες-άκρες ίσως, και συνεχίζουν να τις θεωρούν σταθμούς στην 7η τέχνη κλπ. Είναι κι εκείνοι οι κριτικοί, που –υποτίθεται– τα καταλαβαίνουν όλα και γράφουν διθυράμβους. Ακόμη κι όταν έκλανε ο Φελίνι, να κάτι διθύραμβοι της κλανιάς. Εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω τίποτα και… άστε τα, τι να σας λέω τώρα; Είναι κουραστικό να διαφωνείς μ’ όλον τον κόσμο. Ίσως γι’ αυτό η γυναίκα μου με αποκαλεί άξεστο, που μπορεί και να ’μαι βεβαίως, ποτέ μου δε διεκδίκησα δάφνες εκλεπτυσμένου και για να προλάβω την ερώτηση, για την τρίτη γυναίκα μου μιλάω. Το ήξερα ότι θα ρωτάγατε, ρωτήσατε για όλες τις άλλες, άρα δε θα σας ξέφευγε αυτή.
Τώρα θυμήθηκα μια ιστορία. Ήταν τότε που ο Θ. Αγγελόπουλος «γύρναγε» τον «Μελισσοκόμο». Κάτι σκηνές τις «γύρισαν» στο Ναύπλιο κι έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί. Έγραφα όλη μέρα και είχα κάνει ένα κεφάλι καζάνι. Αποφάσισα λοιπόν να πάω μια βόλτα στην παραλία, να με χτυπήσει λίγο ο αέρας και να ξεζαλιστώ. Χωρίς να το ξέρω ότι γινότανε γύρισμα στην περιοχή εκείνη την ώρα, πέρασα έξω από το εστιατόριο «Ελλάς» και είδα κόσμο συγκεντρωμένο, σε δύο ομάδες, η μια εδώ και η άλλη 50 μέτρα πιο πέρα. Δεν έδωσα σημασία και συνέχισα για την παραλία. «Ε, εσύ, για πού πας;» μου βάζει τις φωνές κάποιος, με εμφανή τον αέρα της εξουσίας επάνω του.
«’κείθε», απαντάω εγώ και του δείχνω κατά τη μεριά της θάλασσας, που, τελείως συμπτωματικά, ήταν και η κατεύθυνση της δεύτερης ομάδας.
«Τον έξυπνο κάνεις; Μείνε εκεί με τους άλλους», βάζει πάλι τις φωνές ο τύπος, εννοώντας την πρώτη ομάδα. Έτσι είναι η εξουσία, φίλοι μου, όλο φωνάζει. Πάλι καλά που καταργήθηκε το κνούτο! Για να το λέει αυτός, κάτι θα ξέρει, σκέφτηκα κι έμεινα με τους άλλους. Σε λίγο δόθηκε το σύνθημα κι αρχίσαμε να περπατάμε πάνω-κάτω και οι δυο ομάδες ταυτόχρονα, με σημείο διασταύρωσης, έξω ακριβώς απ’ το παράθυρο του εστιατορίου. Μέσα «γυρίζανε» οι άλλοι κι έπρεπε να φαίνεται ότι κυκλοφορεί κόσμος στην πόλη. Δεν είναι δα και καμιά «πόλη-φάντασμα». Τώρα που το ξανασκέπτομαι το θέμα, το χειμώνα μπορεί και να ’ναι. Χμ, τα καλά της ελληνικής επαρχίας!…
Μετά από ώρα, αφού εμείς είχαμε κάνει τον περίπατό μας έξω απ’ το «Ελλάς», κάμποσες φορές, πάνω-κάτω, πέτυχε η σκηνή και εδόθη το «τους ζυγούς λύσατε». Όλοι πήγαν προς ένα φορτηγάκι που ήταν παρκαρισμένο παραπέρα κι εγώ συνέχισα να πάω στην παραλία, για τη βόλτα μου, αλλά ο εξουσιαστικός τύπος επενέβη και με σταμάτησε πάλι:
«Ε, εσύ, για πού το ’βαλες;»
«’δώθε», απαντάω εγώ και έδειξα την παραλία.
«Πέρασες, μωρέ, απ’ το ταμείο;» ρώτησε.
«Μα, δε χρωστάω τίποτα», του πέταξα και στράφηκα πάλι κατά τη θάλασσα.
«Τον έξυπνο κάνεις τώρα; Για να πληρωθείς εννοώ!» μου φώναξε.
«Γιατί; Πρέπει;» ρώτησα εγώ, που δε θεωρούσα εκείνο που είχα κάνει ότι ήταν άξιο πληρωμής.
«Άντε στο ταμείο, μωρέ, να ξεμπερδεύουμε!» είπε άγρια και… υπάκουσα.
Εκεί στο φορτηγάκι, που στέγαζε το ταμείο, με ρώτησαν το όνομά μου, μου ’δωσαν να υπογράψω μια απόδειξη δραχμών 500, μου πέταξαν πάνω στον πρόχειρο πάγκο ένα πεντακοσάρικο, το πήρα κι έφυγα.
Μήνες αργότερα παιζότανε η ταινία στην Αθήνα κι έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί στο σπίτι της τρίτης γυναίκας μου. Κάτι λέγανε στην τηλεόραση, –δεν είχαμε ακόμη πολλά κανάλια,– για την καινούργια ταινία του Αγγελόπουλου, θυμήθηκα εγώ το πεντακοσάρικο που είχα εισπράξει απ’ τον… τίμιο μόχθο μου και συμβολή μου στα γυρίσματα της ταινίας κι αποφάσισα να την πάω στον κινηματογράφο. Το εισιτήριο είχε τότε 250 δραχμές, γιατί θέλαμε να πάμε σε πρώτη προβολή, μην κουλουριαστούνε οι άλλοι πιο μπροστά από μας και πάρουμε την κουλτούρα δεύτερο χέρι, οπότε ίσα-ίσα ερχότανε η αμοιβή απ ’την καριέρα μου ως ηθοποιού. Βεβαίως δεν είχα υπολογίσει και κάτι τυρόπιτες, κάτι ποπ-κορν και τα λοιπά σκατολοΐδια, που πουλάνε στους κινηματογράφους, –είναι και φαγανή η Ειρήνη!– οπότε στο μείον ήμουνα, χώρια που το ’ριξα στον ύπνο και δεν είδα ούτε την ταινία. Όχι βεβαίως ότι ήταν νανουριστική, δεν την είδα και δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη. Θύμισέ μου να ρωτήσω την Ειρήνη, και δε χρειάζεται. Γνωστή είναι η γνώμη της, γεμάτη κουλτούρα. Της αρέσει και ο Φελίνι, οπότε τι να πω εγώ; Φυσικά, δεν ξέρω τι καταλαβαίνει απ’ τον Φελίνι, γιατί αρνείται πεισματικά να με διαφωτίσει, άρα, μάλλον, προσποιείται και δεν καταλαβαίνει τίποτα, όπως εγώ κι όλοι οι άλλοι. Της αρέσει κι ο Αγγελόπουλος!
Έκανα ένα πείραμα κάποτε, γιατί μου είχαν σπάσει τα νεύρα. Πήρα μια κασέτα με ταινία του Φελίνι και πήγαμε σπίτι με όλην την παρέα να την δούμε. Αφού την είδαμε, τους ρώτησα τους άρεσε και μετά έπαιρνα έναν – έναν στο διπλανό δωμάτιο, να μου πουν τι είχαν καταλάβει. Για να μην τα πολυλογούμε, όλοι είχαν καταλάβει διαφορετικά πράγματα. Τότε, αν καταλαβαίνει ο,τι θέλει ο καθένας, πού είναι το μήνυμα που θέλει να μας περάσει ο δημιουργός; Γιατί αν είναι να καταλαβαίνουμε ο,τι μας κάνει κέφι, τότε… α, ρε κατακαημένη τέχνη, έστω και 7η.
ο θείος Τάκης Παναγιώτης Περράκης
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.
Και
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.
Και
Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.
Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.