Δικαιώνονται στα δικαστήρια οι δανειολήπτες σε Ελβετικό φράγκο
Επιτελούς εκδόθηκε μια δικαστική απόφαση σχετικά με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο που ταράζει στην κυριολεξία τα νερά και δικαιώνει τους δανειολήπτες 100%.
Όλοι οι νομικοί που ασχολούμαστε με αγωγές κατά των δανείων σε ελβετικό φράγκο, επικαλούμαστε πλήθος διατάξεων του Α.Κ., περί της έννοιας του δανείου, της πλάνης και απάτης, της καλής πίστης, των ειδικών νόμων που ρυθμίζουν την λειτουργία των τραπεζών, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αυτών καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την έννοια των καταναλωτών και της προστασίας τους.
Το αίτημα των αγωγών αυτών είναι πάντα μακρυσκελές με πολλές εναλλακτικές προτάσεις. Ξεκινούμε πάντα δειλά και με συγκρατημένη αισιοδοξία με την αναγνώριση ως καταχρηστικής και ως εκ τούτου αιτούμενοι την πλήρη ακύρωση της υφιστάμενης αρχικής δανειακής σύμβασης και των μεταγενέστερων τροποποιητικών πράξεων αυτής (ρυθμίσεις επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής του δανείου κ.τ.λ.) και συνεχίζουμε με την αναγνώριση ως καταχρηστικών των επιμέρους όρους των δανειακών συμβάσεων, αιτούμενοι την αποπληρωμή του δανείου με την αρχική ισοτιμία, δηλαδή την ισοτιμία μεταξύ ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της υπογραφής εκάστης δανειακής σύμβασης.
Μέχρι σήμερα, όταν οι δικαστικές αποφάσεις έκαναν δεκτές τις αγωγές, τις αποδέχονταν ως προς το δεύτερο σκέλος τους και ο οφειλέτης πλέον αποπλήρωνε τις δόσεις του με βάση την αρχική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, πετυχαίνοντας μια σταθερότητα ως προς το υπολειπόμενο κεφάλαιο και τις δόσεις του.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, με την υπ’αριθμ. 3789/2015 απόφασή του -που η Αθήνα θεωρείται και πιο συντηρητική γενικά στις αποφάσεις της-, ανέτρεψε τα μέχρι σήμερα δεδομένα σε αυτές τις υποθέσεις, κάνοντας ένα τολμηρό βήμα μπροστά και ακυρώνοντας πλήρως της δανειακή σύμβαση σε ελβετικό φράγκο.
Το Δικαστήριο δέχθηκε εν περιλήψει τα εξής:
1. Ότι οι δανειολήπτες σύναψαν σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο διότι βασίστηκαν στα λεγόμενα της τράπεζας περί σταθερής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν με προσδοκία να παραμένει στα ίδια επίπεδα και στο μέλλον σε συνδυασμό με το χαμηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο που προσέφερε σε σχέση με τα δάνεια σε ευρω.
2. Ότι οι δανειολήπτες δεν αντιλήφθηκαν την επίρριψη σε αυτούς από την τράπεζα του συναλλαγματικού κινδύνου αλλά και ότι ακόμη κι αν τον αντιλήφθηκαν δε αντιλήφθηκαν τις συνέπειες που θα είχε σε περιπτωση μεταβολής της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού εξ υπαιτιότητας της τράπεζας, η οποία παραβίασε εμφανώς την υποχρέωση της για εξειδικευμένες πληροφορίες με παραδείγματα ώστε να αντιληφθούν εμπράκτως την πορεία του δανείου τους σε βάθος χρόνου και να αποφασίσουν αν τους συμφέρει ή όχι.
3. Ότι η τράπεζα αφ’ενός παρέλειψε να ενημερώσει αυτούς επαρκώς για τον αντίκτυπο της αλλαγής της ισοτιμίας ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου και ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη μπορεί να εξαφανίσει τα οφέλη του μικρότερου επιτοκίου αφ’ετέρου δε τους καλλιέργησε την προσδοκία σταθερότητας της ισοτιμίας, υπερτονίζοντας το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να μην αντιληφθούν τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν όσον αφορά την σχέση παροχής-αντιπαροχής.
4. Ότι οι προδιαιτυπωμένοι από την τράπεζα δανεικοί όροι με τους οποίους επιρρίφθηκε στους δανειολήπτες ο συναλλαγματικός κίνδυνος είναι αόριστοι και ασαφείς, ανήκουν στους Γ.Ο.Σ. και είναι αόριστοι και ασαφείς και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι. Και τουτο διότι δεν παρουσιάζουν με τρόπο σαφή και ορισμένο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων στην σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες μηχανισμού της μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να διαγνώσουν εκ των προτέρων τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου σε περίπτωση διαφοροποίησης της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου.
5. Ότι ο όρος της επίρριψης του συναλλαγματικού κινδύνου στον δανειολήπτη συνδέεται άρρηκτα με το χαμηλότερο επιτόκιο, διαφορετικά υα υπήρχε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη ωφέλεια της μιας πλευράς ήτοι των δανειοληπτών σε σχέση με τα δάνεια σε ευρώ.
6. Ότι η ακυρότητα των ανωτέρω όρων συμπαράσυρει σε ακυρότητα όλη την σύμβαση διότι αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άκυροι όροι τα δύο μέρη δεν θα επιχειρούσαν την συγκεκριμένη δικαιοπραξία αλλά απέβλεπαν σε αυτήν ως ενιαίο σύνολο.
Με βάση τα ανωτέρω το Δικαστηριο ακυρώνει όλη την δανειακή σύμβαση και την οφειλή που απορρέει εξ αυτής. Με άλλα λόγια το Δικαστηριο δέχεται ότι δεν υπάρχει καμία οφειλή έναντι της τράπεζας λόγω του άκυρου δανείου, εξαλείφοντας κάθε απαίτηση της τράπεζας για διεκδίκηση χρημάτων απορρέουσα από την ανωτέρω σύμβαση.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις Αθηνών.