ΆρθροΑρχείο

Παλιές ιστορίες με πολύ σεξ (ΙΙ)

Κάποτε λοιπόν σπούδαζα στο Λονδίνο. Όχι, όχι, μην ρωτάτε. Το τι σπούδαζα, όπως και το γιατί σπούδαζα δεν είναι του παρόντος κειμένου. Τώρα θα μιλήσουμε για σεξ, πολύ σεξ, μέχρι τελικής πτώσεως, ας πούμε. Όταν ήμουν φοιτητής στο Λονδίνο λοιπόν, πέρασε από ’κει ένας εξάδελφός μου, που δεν είναι εξάδελφός μου, θείος μου είναι, πρώτος εξάδελφος της μητέρας μου, αλλά επειδή έχουμε περίπου την ίδια ηλικία, τον λέω εξάδελφο.

 

Ο Θέμος λοιπόν ήθελε να του δείξω τα αξιοθέατα, αφού είχε μερικές μέρες ελεύθερες απ’ τη δουλειά του, πιλότος της Ολυμπιακής ήταν, τώρα συνταξιούχος. Με αγγάρεψε λοιπόν και παράτησα ό,τι είχα να κάνω και τον σεργιανούσα. Τι να ’λεγα; Συγγενής είναι, πώς να πω όχι; Το καλό στην ιστορία αυτή είναι ότι τις τρεις μέρες που έμεινε στο Λονδίνο, δεν με άφησε να ξοδέψω ούτε πέννα. Την δεύτερη μέρα λοιπόν, το βραδάκι, μου ήρθε μια ιδέα.

«Πάμε να χορέψουμε;» του λέω.

«Δεν έχουμε ντάμες», μου απαντάει. «Αν χορέψουμε μεταξύ μας, ποιος θα κάνει την γυναίκα;» απόρησε ο εξάδελφος.

«Παράτα τις αηδίες, κανείς μας δεν έχει ταλέντο για γυναίκα!Θα βρούμε εκεί», του δήλωσα σοβαρός. «Αν νομίζεις ότι πάμε στα χοροπηδάδικα για να χορέψουμε, σε γελάσανε. Για να βρούμε κορίτσια πάμε» του εξήγησα.

«Αν είναι έτσι, πάμε», πέταξε την σκούφια του ο Θέμος.

Και πήγαμε. Πρώτη δουλειά, να κοιτάξουμε να βρούμε αζευγάρωτα κορίτσια, τα ζευγαρωμένα τι να τα κάναμε; Και βρήκαμε τέσσερα, που είχαν ένα μειονέκτημα: Δεν χώριζαν με τίποτα. Όλες μαζί θα αποχωρούσαν, ζευγαρωμένες ή αζευγάρωτες.

«Τις παίρνουμε και τις τέσσερες», είπα στον Θέμο στα ελληνικά, για να μην μας καταλάβουν οι αγγλιδούλες.

«Και τι θα τις κάνουμε; Τι θα γίνει;» ρώτησε ο Θέμος.

«Θα τις κάνουμε ό,τι μπορούμε και θα γίνει… χαμός!» απάντησα, πάντα ψύχραιμος.

 

Τι να κάναμε; Αφού δεν υπήρχαν άλλες αζευγάρωτες, –σ’ ένα τεράστιο χοροπηδάδικο, δεν υπήρχε ούτε μία κοπέλα μοναχή της, πράγμα που μίλαγε από μόνο του για γκαντεμιά.– τις πήραμε, στριμωχτήκαμε όλοι σε ένα ταξί, –ευτυχώς εκεί τα ταξί τα φτιάχνουν μεγάλα, με κάτι αντικριστές θέσεις, είναι και ψηλά και χωρέσαμε,– ο ταξιτζής κατέβασε μούτρα, αλλά όταν άκουσε πού θα πηγαίναμε, ίσιωσε. Το που θα πηγαίναμε ήταν το πρόβλημα, αλλά το αποφασίσαμε εν τάχει, αφού δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική. Ο Θέμος, σαν πιλότος της Ολυμπιακής έμενε στο «Skyway Hotel» κοντά στο αεροδρόμιο Heathrow. Εκεί πήγαμε κι ο Θέμος ζήτησε άλλο ένα δωμάτιο, για μένα και τις κοπέλες μου κι αφού πλήρωνε εκείνος, δεν είχα αντίρρηση. Είχα κιόλας διαλέξει! Εκείνες δεν είχαν προτίμηση. Να γυμναστούν ήθελαν.

 

Το πώς τα πήγαμε με την γυμναστική δεν θα σας το πω εγώ. Θα σας τα διηγηθεί το πονεμένο μου κορμί, αν το ρωτήσετε. Ένα πράγμα έχω να πω: Ήταν κουραστικό, εξαντλητικό, εξουθενωτικό. Ήταν ένας αγώνας δρόμου χωρίς τέρμα! Τι όρεξη που είχαν τα κοριτσάκια για γυμναστική και εξάσκηση! Τα σωματάκια τους, «άσπρα σαν τα γάλατα, σαν να μου ’λεγαν γαργάλατα», αψεγάδιαστα, έδειχναν ικανά να εκτελέσουν κάθε είδους άσκηση και ακροβασία. Με διέλυσαν! Μέχρι να ικανοποιήσω τη μια, είχε πάρει «φωτιά» η άλλη και άντε πάλι απ’ την αρχή. Φασκελώστε με αν θέλετε, αλλά δεν άντεξα. Κατά τις 04:00 τις παράτησα, τυλίχτηκα μ’ ένα σεντόνι και μαζεύοντας τα ρούχα μου, που είχα πετάξει, με ενθουσιασμό, στο πάτωμα, πριν αρχίσουν οι ασκήσεις, που αποδείχτηκαν «εχθροπραξίες», και πήγα δίπλα στο δωμάτιο του Θέμου.

«Κορίτσια, πηγαίνετε να κάνετε παρέα στις άλλες δυο δίπλα, γιατί εγώ θέλω να κοιμηθώ», είπα κι εκείνες, υπάκουες, παράτησαν τον Θέμο κι εξαφανίστηκαν.

«γιατί μου το ’κανες αυτό;» ρώτησε ο Θέμος, έτοιμος για καυγά. «Καλά πέρναγα με τις μικρές και θα το τραβάγαμε μέχρι το πρωί».

«Καλά θα περάσεις και τώρα», του δήλωσα. «Θα κοιμηθούμε μέχρι το πρωί, αλλιώς θα κοιμάμαι μέχρι το μεσημέρι και δεν θα δεις το «Madame Tussauds» και το πλανητάριο. Ο εξάδελφος ηρέμησε και γύρισα να κοιμηθώ.

 

Η γυμναστική ανοίγει την όρεξη, γνωστά πράγματα αυτά. Το στομάχι μου που γουργούριζε δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Σηκώθηκα, και είπα:

«Πάω να βρω τίποτα να φάω».
«Πεινάς;» ρώτησε ο Θέμος.
«Όχι, για να ενισχύσω το εστιατόριο θα φάω» απάντησα γελώντας.
«Ξάπλωσε πάλι, πάρε τηλέφωνο και παράγγειλε ότι θες. Έχει υπηρεσία δωματίων το ξενοδοχείο», μου σύστησε και επειδή βόλευε, ακολούθησα τη συμβουλή του.

 

Παραγγείλαμε κι όταν έφτασε το φαγητό, ο σερβιτόρος μας κοίταζε με ένα ανθυπομειδίαμα που μου άναψε τα λαμπάκια. Όταν κίνησε να φύγει του είπα, μπουκωμένος:
«Πήγαινε δίπλα και πάρε παραγγελία και απ’ τα κορίτσια» και του σταμάτησα το ανθυπομειδίαμα. Ε, όχι να μας την βγαίνουν και οι Άγγλοι!

 

Το πρωί πήγαμε και ξυπνήσαμε τα κορίτσια και στείλαμε τις μισές στην βάση τους. Θέλαμε να γυμναστούμε πάλι. Ήμουν απρόσεκτός όμως και δεν συνειδητοποίησα ότι στο δωμάτιό μου είχαν μείνει οι άλλες δυο.

‘Δεν πειράζει’, σκέφτηκα. ‘Καλές είναι κι αυτές’ και ξαναρχίσαμε, μέχρι τις 11:30.

Μετά πήγαμε στο «Madame Tussauds” κι ο Θέμος επέμενε να τις πάρουμε μαζί μας. Είχε τα σχέδιά του.
«Θα επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο για δεύτερο γύρο ασκήσεων. Έχω κρατήσει το δωμάτιό σου και γι’ απόψε», με πληροφόρησε.
«Γιατί δεύτερο; Τι εννοείς; Σήμερα το πρωί δεν γυμναστήκατε;» απόρησα εγώ.
«Α, ναι, το ξέχασα αυτό», έσκασε στα γέλια ο Θέμος και οι κοπελιές, που δεν καταλάβαιναν λέξη ελληνικά, απορούσαν γιατί γελούσαμε.

 

Καταλάβατε τώρα γιατί πήγαινα στα χοροπηδάδικα στο Λονδίνο; Γιατί ήθελα να «τα περάσουμ’ όμορφα, όμορφα, όμορφα». Γιατί ήθελα να γυμνάζομαι μέχρι… τελικής πτώσεως.

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες. Ο καφές εκεί είναι υπέροχος!

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση. Έχουν και δυο chef de cousine καταπληκτικούς, τον Ηλία Κόκκορη και τον Γιάννη Μήτσο. Δοκιμάστε την μαγειρική τους και θα με θυμηθείτε.

 

Και

 

Της ταβέρνας «Τα Φανάρια», Σταϊκοπούλου 13, με σπιτική, ελληνική κουζίνα, άμεμπτη καθαριότητα, φαγητά της ώρας στα κάρβουνα και οικογενειακή, φιλική ατμόσφαιρα.

 

Στα δύο πρώτα μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.