Αρχαία Ερμιόνη και Άλσος Μπίστι
Η Αρχαία Ερμιόνη ιδρύθηκε τους προϊστορικούς χρόνους από Δρύοπες που εκτοπίστηκαν από την κεντρική Ελλάδα, μετά την κάθοδο των πρώτων ελληνικών φύλων. Οι Δρύοπες ίδρυσαν στην νότια Αργολίδα, εκτός της Ερμιόνης, και τις πόλεις Μάσης, Ηιόνες και Ασίνη. Σύμφωνα με τη μυθολογία η πόλη ιδρύθηκε από τον Ερμιώνα, εγγονό του βασιλιά του Άργους, Φορωνέα. Ο Όμηρος αναφέρει (κατάλογος των Νεών) ότι συμμετείχε στην Τρωική εκστρατεία με τον στρατό του Άργους.
Η πόλη καταλήφθηκε από τους Δωριείς οι οποίοι κατά την κάθοδό τους, με κέντρο το Άργος κυριάρχησαν σταδιακά σε ολόκληρη την Αργολίδα. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει ότι οι Αργείοι κατέλαβαν την πόλη χωρίς πόλεμο. Τότε πολλοί παλιοί Δρύοπες κάτοικοι κατέφυγαν στους γειτονικούς Αλιείς. Τα επόμενα χρόνια η πόλη ήταν υπό την επιρροή του Άργους. Έλεγχε τότε μία περιοχή που αντιστοιχούσε στην σημερινή επαρχία Ερμιονίδας, ενώ διέθετε δύο επίνεια, τον Μάσητα και τους Αλιείς.
Μετά την ήττα του Άργους από τους Σπαρτιάτες, στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., η Ερμιόνη συμμάχησε με την Σπάρτη και στη συνέχεια προσχώρησε στην Αμφικτυονία της Καλαυρίας, μαζί με επτά άλλες αρχαίες πόλεις. Στους Περσικούς πολέμους συμμετέχει με τρία πλοία στην ναυμαχία της Σαλαμίνας και με 300 οπλίτες στην μάχη των Πλαταιών.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η Ερμιόνη παρέμεινε σύμμαχος της Σπάρτης. Έτσι υπέστη πολλές καταστροφές από τους αντιπάλους Αθηναίους και Αργείους. Αργότερα προσχώρησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μέχρι την Ρωμαϊκή κατάκτηση το 146 π.Χ.
Η αρχαία πόλη ανέδειξε αξιόλογους ποιητές και μουσικούς, όπως τον μουσικό και ποιητή Λάσο (6ο αι. π.Χ.), τον ποιητή Κηκείδη ή Κηδίδη, τον κιθαρωδό Επικλή και τον κιθαρωδό και ποιητή Κυδία τον Ερμιονέα.
Ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδος
Στις αρχές των Ρωμαϊκών χρόνων επιδρομές των πειρατών της Μεσογείου προξενούν μεγάλες καταστροφές στην Ερμιόνη. Μετά την εξολόθρευση τους από τον Πομπήιο η πόλη ακμάζει εκ νέου. Κατά την περίοδο του 2ου-3ου αι. μ.Χ. γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη, γεγονός που αναφέρει και ο Παυσανίας. Σε αυτό συνηγορούν επίσης η κοπή νομισμάτων που έκανε τότε η πόλη, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου.
Μετά τη διάδοση του χριστιανισμού (4-5 αι. μ.Χ.), η Ερμιόνη ανήκε στη μητρόπολη Κορίνθου (5ος αι. μ.Χ.). Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο η περιοχή παρακμάζει. Μετά το 1210, όταν ο Ακροκόρινθος καταλαμβάνεται από τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, η Ερμιόνη ακολουθεί τη μοίρα την Αργολίδας και υποτάσσεται στους Φράγκους. Η περιοχή παραχωρείται αρχικά στον δούκα των Αθηνών Όθωνα ντε λα Ρος, ενώ τον 14ο αι. περνά στην οικογένεια Ντε Μπριέν και κατόπιν στην οικογένεια Ντ’ Εγκιέν. Το 1388 παραχωρείται στους Βενετούς. Την περίοδο αυτή στην περιοχή εγκαθίστανται Αρβανίτες. Από τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου η Ερμιόνη ονομαζόταν Καστρί, όνομα που διατηρήθηκε στην Τουρκοκρατία και μέχρι τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης.
Μυθολογία
Στην ελληνική μυθολογία η Ερμιόνη ήταν η μοναδική κόρη που απέκτησαν μαζί ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη.
Οι αρχαιότερες παραδόσεις διηγούνται ότι ο Μενέλαος είχε μνηστεύσει την Ερμιόνη με τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, και ότι μετά την επιστροφή του από τον Τρωικό Πόλεμο εόρτασε με μεγαλοπρέπεια τους γάμους τους. Η παραλλαγή ωστόσο που ακολουθούν οι τραγικοί ποιητές είναι πολύ διαφορετική. Σύμφωνα με την αντίληψή τους, η Ερμιόνη μνηστεύθηκε πρώτα τον Ορέστη, πριν από τον Τρωικό Πόλεμο. Οι μυθογράφοι αναφέρουν ότι την εποχή της απαγωγής της μητέρας της, η Ερμιόνη ήταν εννέα ετών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Μενέλαος άλλαξε γνώμη και υποσχέθηκε τη μοναχοκόρη του στον Νεοπτόλεμο, ώστε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στον πόλεμο και να μπορέσουν έτσι να κυριεύσουν την Τροία. Μετά τον πόλεμο, λοιπόν, ο Ορέστης αναγκάστηκε να παραχωρήσει την Ερμιόνη, την οποία είχε ήδη νυμφευθεί, στον Νεοπτόλεμο, που τη διεκδικούσε με το δικαίωμα της πατρικής ευλογίας. Για να βρεθεί μία δικαιολογία στην υπόσχεση του Μενελάου προς τον Νεοπτόλεμο, λένε ότι ο γάμος της Ερμιόνης με τον Ορέστη είχε γίνει κρυφά από τον Μενέλαο, με την προτροπή του παππού της Τυνδάρεω, όσο ο Μενέλαος πολεμούσε στην Τροία. Τελικώς, η Ερμιόνη έγινε αντικείμενο φιλονικίας ανάμεσα στον Ορέστη και τον Νεοπτόλεμο.
Από τον γάμο της Ερμιόνης με τον Νεοπτόλεμο δεν γεννήθηκαν παιδιά. Ο Νεοπτόλεμος πήγε στο Μαντείο των Δελφών να ρωτήσει σχετικά την Πυθία. Αλλά ο Ορέστης εκμεταλλεύθηκε τη μετάβασή του εκεί και κατά τη διάρκεια μιας εξεγέρσεως τον σκότωσε. Στη συνέχεια, ο Ορέστης πήρε ως σύζυγό του την Ερμιόνη και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Τισαμενό. Ο Στέφανος Βυζάντιος γράφει ότι ο γιος αυτός του Ορέστη είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα του. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η Ερμιόνη παντρεύτηκε τον Διομήδη.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ένα άγαλμα της Ερμιόνης, έργο του Κάλαμι, βρισκόταν ως ανάθημα των Λακεδαιμονίων στους Δελφούς. Το βάθρο του αγάλματος αυτού και μία επιγραφή βρέθηκαν στις ανασκαφές.
Άλσος Μπίστι
Στο ανατολικό άκρο της πόλης, βρίσκεται η χερσόνησος Μπίστι (στα αρβανίτικα: Μπίστι = Ουρά ). Ενώ η Ερμιόνη των Μυκηναϊκών και Γεωμετρικών χρόνων αναπτύχθηκε στην περιοχή του λόφου της Μαγούλας, η νέα πόλις των Ερμιονέων, από τους αρχαϊκούς χρόνους ( 7ος-6ος αι.) αναπτύσσεται πολύ πιθανόν πρώτα στο Μπίστι δίπλα στο περίφημο Πορφυρείο. Από το ναό του Ποσειδώνα που κτίσθηκε εδώ η άκρη αυτή ονομάζεται «Ποσείδιον». Αποτελεί ένα σημαντικό υπαίθριο αρχαιολογικό χώρο με αύρα ιστορίας και πολιτισμού. Την κλασική και ρωμαϊκή εποχή η πόλις των Ερμιονέων, που επεκτείνεται πλέον ανάμεσα στα δύο λιμάνια, περιβάλλεται από ισχυρό τείχος πολλά τμήματα του οποίου σώζονται περιφερειακά στη χερσόνησο αλλά και εντός του οικισμού της Ερμιόνης. Κατά τον Παυσανία ο χώρος ήταν κατάσπαρτος από ναούς. Από τους βυζαντινούς και ενετούς επισκευάζονται τα κλασικά τείχη και ενισχύονται, ενώ στη δυτική πλευρά οικοδομείται ένα ακόμα τείχος, από τη μια θάλασσα στην άλλη, με οικοδομικά υλικά από αρχαία κτίσματα. Έτσι το Μπίστι μετατρέπεται σε οχυρό κάστρο και από αυτό η Ερμιόνη παίρνει το όνομα «Καστρί». Το κάστρο αυτό με τους πύργους του αμύνθηκε ηρωικά κατά των Τούρκων το και αλώθηκε το 1537. Κατά την τουρκοκρατία το κάστρο εγκαταλείπεται και ο Αββάς Michael Fourmont το 1729 κατεδαφίζει το δυτικό τείχος, ύψους 9 μ. με σκοπό να εντοπίσει αρχαίες επιγραφές που τις αντιγράφει και πολλές τις καταστρέφει. Τέλη του 18ο αιώνα κτίζει ο Γιώργης Μήτσας στην ανατολική του πλευρά έναν ανεμόμυλο. Το 1908 διενεργεί ανασκαφές σε πολλά σημεία ο αρχαιολόγος Αλεξ Φιλαδελφέας. Αρχές του 20ου αιώνα το Μπίστι δενδροφυτεύεται και παίρνει τη σημερινή μορφή του.
Σήμερα στο πευκόφυτο αυτό άλσος ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει στην είσοδο δίπλα από το ξωκλήσι του Αϊ Νικόλα αρχαία ευρήματα από κίονες του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα ή κατ` άλλους της Αθηνάς. Αρχαϊκός ναός, (τέλη του 6ου πΧ αι.) εξάστυλος, με 12 κίονες στην πλευρά του, δωρικού ρυθμού. Σώζεται μόνο η «ευθυντηρία» του δαπέδου. Στην ανατολική του πλευρά διακρίνεται το τόξο του ιερού βυζαντινής βασιλικής που χτίσθηκε στη θέση του. Προχωρώντας βόρεια συναντάμε τον ανεμόμυλο των Μητσαίων, αγωνιστών του 1821, ο οποίος χτίστηκε μεταξύ του 1780-1790 και ήταν δίπατος με 22 σκαλοπάτια. Φέρει περιμετρικά πολεμίστρες. Στη λάσπη που συνδέει τις πέτρες έχουν χρησιμοποιηθεί αντί χαλικιού σπασμένα κελύφη πορφυρών από τους αρχαίους σωρούς (θέσεις 6), καθιστώντας τον μύλο μοναδικό στον κόσμο με αυτή την κατασκευαστική ιδιαιτερότητα.Σήμερα έχει αναπαλαιωθεί με τη φροντίδα του Δήμου Ερμιόνης. Στη θέση του ανεμόμυλου βρίσκονταν και τα εργαστήρια επεξεργασίας της φημισμένης ερμιονίτικης πορφύρας. Το περίφημο αρχαίο Πορφυρείο της πόλης των Ερμιονέων. Σπασμένα όστρακα χρησιμοποιήθηκαν αντί χαλικιού, ως συνδετικό υλικό, στο χτίσιμο του μύλου και του περιμετρικού τείχους του 5ου π.Χ. αιώνα. Υπολείμματα αυτών βρίσκουμε ακόμα και σήμερα διάσπαρτα στον περιφερειακό δρόμο. Το πορφυρείο αυτό λειτούργησε πάνω από 1.000 χρόνια και επεξεργάστηκε εκατομμύρια πορφύρες. Ερμιονική πορφύρα που βρήκε ο Μ. Αλέξανδρος στα Σούσα θεωρήθηκε πολυτιμότατο λάφυρο. Όλες τις ιστορικές περιόδους, ο χώρος του Μπιστιού περιτριγυριζόταν από τείχη. Στη νότια πλευρά από τα «κυκλώπεια τείχη» και στη βορινή από τα μεσαιωνικά, με τα οποία ήταν οχυρωμένη η πόλη, ίχνη των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Στην άκρη της χερσονήσου δεσπόζει ο παλιός φάρος που και σήμερα οδηγεί τα πλοία προς το λιμάνι της Ερμιόνης, κτισμένο στη βάση ισχυρότατου αρχαίου κυκλικού πύργου. Από τον πύργο αυτόν ήταν δυνατή η εποπτεία όλου του θαλάσσιου χώρου και της αρχαίας πόλης των Ερμιονέων. Δίπλα από το φάρο υπάρχει Αρχαίο μνήμα και δεξιά του, στη μέση του γκρεμού, βρίσκεται η Σπηλιά της Βιτόριζας. Όπως λέει ο τοπικός θρύλος, εκεί ζούσε ένα τέρας που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των παιδιών, γιατί όποιο έπιανε μετά τα βασανιστήρια που του έκανε το μαρμάρωνε. Αλλά και των ψαράδων που φοβούνταν να μην τους πάρει είδηση και βάλει τη στριγκιά φωνή της και αναστατώσει τη θάλασσα και πάρει κι αυτούς στον υγρό τάφο, όπως τόσους άλλους που είχαν περιφρονήσει τη δύναμή της.Διάσπαρτες στο χώρο υπάρχουν δεκατρείς στέρνες από την αρχαιότητα, αλλά οι περισσότερες είναι μπαζωμένες ή κατεστραμμένες. Σ` αυτές αποθήκευαν το νερό της βροχής για να ποτίζουν τα ζώα τους. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα τους ήταν το κυκλικό στόμιο. Εσωτερικά ήταν σφαιρικές και είχαν λαξευτεί πάνω σε βράχια η δε χωρητικότητα τους δεν ξεπερνούσε τα δέκα κυβικά μέτρα Όλες τις εποχές του χρόνου, το Μπίστι, αποτελεί ιδανικό τόπο για περίπατο, μελέτη και ηρεμία. Το καλοκαίρι προσφέρει απολαυστικό κολύμπι στις ακτές του με τα πεντακάθαρα νερά. Στις δύο εισόδους του άλσους, με τη φροντίδα της Δημοτικής Κοινότητας, την επιμέλεια του ΙΛΜΕ,, την οικονομική στήριξη της Δημοτικής Επιχείρησης Αθλητισμού και Περιβάλλοντος του Δήμου Ερμιονίδας και την εθελοντική προσφορά της Φυσιολατρικής Ομάδας Ερμιονίδας, έχουν τοποθετηθεί ενημερωτικοί πίνακες στους οποίους αναπαριστάται το δάσος και αναγράφεται η ιστορία του. Επίσης αποτυπώνονται τα αρχαιολογικά ευρήματα και η διαδρομή που μπορεί να ακολουθήσει ο επισκέπτης για να τα θαυμάσει.
Ένα μαγικό δάσος γεμάτο θρύλους και παραδόσεις.