ΠολιτικήΑρχείο

50 χρόνια από την αποφράδα ημέρα

Το «οικονομικό θαύμα» της Χούντας

Επειδή πολλοί άσχετοι αναμασούν την προπαγάνδα της χούντας και των “ωφελημένων απ αυτήν, φορτηγατζήδων, ταξιτζήδων κλπ. σκέφτηκα πως θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε μερικές αδιάψευστες αλήθειες:

«Ολιγώτερον θα φάγωμεν, κύριοι, ολιγώτερον θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερον θα θέσωμεν εις την τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών(…) Αντιληφθείτε το όλοι οι Έλληνες. Δεν είναι καιρός να επιδιώξωμεν την ικανοποίησιν εις ότι αφορά τον ευδαιμονισμόν» τόνιζε σε παραληρηματικό λόγο του ο «αρχηγός» της «Επαναστάσεως» Γεώργιος Παπαδόπουλος. Το μυαλό ορισμένων ίσως και να πήγε στα προκλητικά νυχτερινά ξεσαλώματα στα νυχτερινά κέντρα, όπου οι εκλεκτοί της χούντας καίγανε χαρτονομίσματα ανάμεσα σε σπασμένα πιάτα και ποταμούς ουίσκι.

Τα πράγματα όμως, όπως τα εξειδίκευσε λίγον καιρό αργότερα ο Γεώργιος Μακαρέζος, ήταν κάπως πιο δυσάρεστα. «Το κρέας αποτελεί προϊόν, του οποίου το κόστος και αντιστοίχως η τιμή διαθέσεως τυγχάνουν υψηλά, διό κατά κανόνα καταναλίσκεται τούτο περισσότερον εις χώρας με υψηλόν βιοτικόν επίπεδον» αποφάνθηκε ο «αντιπρόεδρος» της «κυβερνήσεως», δίνοντας το μήνυμα της λιτότητας. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες η τιμή της μπριζολίτσας είχε εκτοξευθεί κατά 38% ακριβότερα και το διαβόητο «οικονομικό θαύμα της Χούντας», έδειχνε ότι έτρεχε έξω από τις ράγες. Ενδεικτικά, ο πληθωρισμός που διέβρωνε τα λαϊκά εισοδήματα, από 4,8% του 1966, είχε σκαρφαλώσει στις αρχές του 1974 στο 26,9% και η ανάπτυξη είχε πέσει στα Τάρταρα. Ένα νέο κύμα μετανάστευσης, φορτωμένο στα τραίνα της ξενητειάς, σάρωνε την έρημη χώρα, οδηγώντας χιλιάδες φθηνά εργατικά χέρια στις αγορές των δυτικών κέντρων. Πενήντα χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα της 21ης Απριλίου που τα ραδιόφωνα έπαιζαν από τις πρώτες πρωινές ώρες στρατιωτικά εμβατήρια,δυστυχώς αναπαραγάγεται από πολλούς το δήθεν οικονομικό θαύμα της Χούντας και τη νοικοκυροσύνη των δικτατόρων. Σπάνια στην πολιτική ιστορία της χώρας, το δημόσιο χρήμα διασπαθίστηκε και λεηλατήθηκε με τόση αβερτοσύνη σε πολυεθνικές και εγχώριες εταιρείες, με θαλασσοδάνεια σε ημετέρους και απερίγραπτες παροχές σε ορισμένους κλάδους, αλλά και σε εσωτερική μοιρασιά μεταξύ των υπαιτίων και των οικογενειών τους.

Στην πρώτη γραμμή αυτού του μύθου, είναι το ότι η χούντα δεν άφησε χρέος. Τα στοιχεία όμως που έδωσε προ τετραετίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποδεικνύουν ότι η Δικτατορία παρέδωσε σημαντικό δημόσιο χρέος, το οποίο ανερχόταν στο 20,8% του ΑΕΠ.

∆ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ∆ΙΣ. ∆ΡΧ.

1958………………………………………………..3,5

1959………………………………………………..8,0

1960………………………………………………..9,7

1961………………………………………………11,6

1962………………………………………………13,1

1963………………………………………………17,6

1964………………………………………………21,4

1965………………………………………………25,4

1966………………………………………………32,0

1967………………………………………………37,8

1968………………………………………………45,3

1969………………………………………………56,7

1970………………………………………………63,7

Με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, το χρέος αυτό από 32 δισ. δρχ. το 1966 εκτινάχτηκε στα 114 δισ. δρχ. το 1974.

Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά μεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων. Αυτό αποτέλεσε βαρειά κληρονομιά στις πλάτες των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, οι οποίες όμως φέρνουν και την δική τους ευθύνη για τη σημερινή οικτρή κατάσταση.

(Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το εξαιρετικό βιβλίο του δημοσιογράφου Διονύση Ελευθεράτου, «Λαμόγια στο χακί – Οικονομικά ‘‘θαύματα’’ και θύματα της χούντας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος), το reporter.gr καθώς και σχετικός πίνακας από το “Ποντίκι”.

 

 

21 Απριλίου 1967: 50 χρόνια μετά δεν πρέπει να ξεχνάμε…

Του Μπάμπη Αντωνιάδη

21 Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή: Το στρατιωτικό πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών έχει πάρει σάρκα και οστά. Είναι η Παρασκευή πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Στο νομό Αργολίδας από την πρώτη στιγμή ενεργοποιήθηκαν όλοι οι μηχανισμοί καταστολής: χωροφυλακή, στρατός, Τ.Ε.Α. (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης) και άρχισαν οι συλλήψεις, οι οποίες συνεχίστηκαν για μια βδομάδα από την ημέρα του πραξικοπήματος. Συνολικά συνελήφθησαν, σύμφωνα με το Βαγγέλη Κλαδούχο, 300 άτομα από όλη την Αργολίδα και οδηγήθηκαν στο πέτρινο κτήριο στο στρατόπεδο Ναυπλίου (κτήριο Α’ Λόχου). Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες ανήκαν πολιτικά στο χώρο της ΕΔΑ ενώ κάποιοι ανήκαν και στην ΕΔΗΝ (νεολαία της Ένωσης Κέντρου). Σε αρκετούς από αυτούς που οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Ναυπλίου έγιναν συστάσεις και αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι μηχανισμοί της ΕΔΑ λειτούργησαν αμέσως και έτσι ενημερώθηκαν οι περισσότεροι για το στρατιωτικό πραξικόπημα ώστε να προετοιμαστούν για τις πιθανές συλλήψεις. Σταδιακά αφέθηκαν ελεύθεροι αρκετοί από τους συλληφθέντες. Οι περισσότεροι βέβαια έκαναν Πάσχα (στο στρατόπεδο.

Μια βδομάδα μετά το Πάσχα, 6 ή 7 Μαΐου, φθάνει στο Ναύπλιο το οχηματαγωγό Χίος για να μεταφέρει τους κρατούμενους στην Γυάρο. Το οχηματαγωγό δεν έδεσε στο λιμάνι και οι πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο πλοίο με καΐκι. Στο στρατόπεδο έμειναν ακόμα κάποιοι κρατούμενοι, οι οποίοι απελευθερώθηκαν σταδιακά. Με ΡΕΟ οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν από το στρατόπεδο στο ΠΙ για να επιβιβαστούν στο καΐκι που θα τους μετέφερε στο οχηματαγωγό. Ο στρατός είχε αποκλείσει το χώρο του λιμανιού. Οι συγγενείς των κρατούμενων είχαν κατέβει στην παραλία (μέχρι την ξύλινη παράγκα του Κυριάκου Καλκάνη και το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια) για έναν αποχαιρετισμό από απόσταση. Το πλοίο είχε επίσης παραλάβει κρατούμενους από την Κρήτη και την Καλαμάτα. Συνολικά, από την Αργολίδα εξορίστηκαν περισσότερα από 60 άτομα. Σύμφωνα με προφορική αφήγηση, οι εξορισθέντες ήταν 67. Ο πολιτικός χώρος προέλευσης των εξόριστων από την Αργολίδα ήταν η ΕΔΑ, όπου δραστηριοποιούνταν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αναλογικά με τον πληθυσμό, οι περισσότερες συλλήψεις έγιναν στα χωριά της Μιδέας Δενδρά – Μάνεση και της Αμυγδαλίτσας. Δεν υπάρχει καμία πληροφορία για συλλήψεις γυναικών μεταξύ των κρατουμένων. Ο τοπικός τύπος δεν αναφέρει τίποτα για τους συλληφθέντες και εξορισθέντες. Από την πρώτη στιγμή η λογοκρισία επέβαλε τους όρους της. Εξ αρχής, η πλειοψηφία του τοπικού τύπου δείχνει αισθήματα φιλικά προς το καθεστώς, πολύ περισσότερα μάλιστα απ’ ό,τι επέβαλε η λογοκρισία. Εμφανίζονται ξανά, μετά από τη δεκαετία 1940 – 1950, οι δηλώσεις, όχι όμως σε μεγάλη έκταση. Σήμερα, 50 χρόνια μετά τη Χούντα, γίνεται μια συλλογική προσπάθεια να καταγραφούν οι κρατούμενοι και οι εξορισθέντες από την Αργολίδα. Πιστεύουμε ότι σύντομα θα είμαστε σε θέση να κοινοποιήσουμε ένα ολοκληρωμένο κατάλογο των ανθρώπων που κρατήθηκαν στο στρατόπεδο Ναυπλίου και αυτών που πήραν το δρόμο της εξορίας. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Το οχηματαγωγό Χίος Δημοσιεύματά τοπικού τύπου

 

Ο Γιώργος Ζαμπέτας και οι μηδίσαντες» καλλιτέχνες επί χούντας

της Ιωάννας Κλειάσιου

«Το 1968 έστειλε ο Παπαδόπουλος (σ.σ.: ο δικτάτορας) πρόσκληση σ΄ όλους εμάς του καλλιτεχνικού στερεώματος να πάρουμε μέρος στο Καλλιμάρμαρο, για την επέτειο της 21ης Απριλίου. Όποιος δεν ήτανε να έρθει, να ειδοποιήσει εγκαίρως και όποιος θα πήγαινε, είναι καλεσμένος την τάδε μέρα στο Χίλτον που θα γίνει η πρες-κόφερανς. Πάμε στο Χίλτον, είμαστε μαζεμένοι διάφοροι. Οικονομίδης (σ.σ.:κονφερανσιέ), Νίκυ Γιάκοβλεφ (σ.σ.:συνθέτης), Μαίρη Λω (σ.σ.:τραγουδίστρια), Κατσαρός (σ.σ.:συνθέτης), Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Μοσχολιού, και βέβαια Καρέζη, Καζάκος (σ.σ.:ηθοποιός, βουλευτής αργότερα του ΚΚΕ) και λοιποί κομμουνιστές… Αρχινάει ένας συνταγματάρχης και πλέκει το εγκώμιο των καλλιτεχνών. Εσείς που είσαστε η αφρόκρεμα, τα ψηλά ιδανικά της πατρίδας και τέτοια. Πετάγεται ο Γιάκοβλεφ και λέει, εμείς, στρατηγέ μου, είμαστε αυτοί που ζούμε σε μια υπόγα και θα πεθάνουμε σε υπόγα, αυτά τα λόγια ταιριάζουν σε σας , εσείς είστε η αφρόκρεμα της πατρίδας, οι ήρωες, που σας κάνουνε κι αγάλματα. Εγώ σε μια γωνιά έχω πεθάνει απ΄τα γέλια και συμπληρώνω διάφορα και γίνεται κει μέσα μια πλάκα κι ένα γέλιο φοβερό. Κόκαλο ο συνταγματάρχης. Επεμβαίνει και καλμάρει τη συζήτηση ο Οικονομίδης και κύλησαν όλα εντάξει. Πάμε λοιπόν στο καλλιμάρμαρο, πάτα με να σε πατώ γινότανε.

Πίσω μας αναβοσβήνει το Ζήτω η 21η Απριλίου και μπουκάρει ο Παπαδόπουλος. Να και η Σοφία Βέμπο, να κι η Καρέζη, να κι Καζάκος! Όλοι τους παίρνουνε μέρος, κι οι αντιστασιακοί! Το πάλκο είναι στο πέταλο ακριβώς. Προχωράμε προς το πάλκο μαζί με τον Ηλιόπουλο κι ο Ντίνος με ρωτάει, ρε Ζαμπέτα, τι θα πούμε στους άλλους τώρα που ήρθαμε κι εκτεθήκαμε εδώ; Γελάω και του λέω, ρε μη σε νοιάζει, τα ίδια που θα τους πούνε κι όλοι όσοι μαζευτήκαν εδώ μέσα, όλοι αυτοί που κάνουνε τους αντιστασιακούς. Ανεβαίνω πάνω με τη Μανταλένα (σ.σ.:λαϊκή τραγουδίστρια) και το σάρωσα το Καλλιμάρμαρο. Χαμός έγινε. Όλα καλά κι όλα ωραία, αλλά δε μ΄άρεσε όταν ανέβηκε η μεγάλη ντίβα, η Βέμπο κι αρχίζει να φωνάζει το «Παιδιά, της Ελλάδος, παιδιά!» αφιερωμένο στα παιδιά της επανάστασης. Καλά όλα, αλλά αυτό το τραγούδι το είχαμε συνδέσει όλοι αυτοί που ζήσαμε την Κατοχή με τους αγώνες και την επιβίωσή μας κι όχι με την επανάσταση του Παπαδόπουλου. Δε μ΄ άρεσε καθόλου, στεναχωρήθηκα γι΄ αυτό. Έρχεται μετά στα πράματα, 1974, ο Καραμανλής και μας ξανακαλάνε πάλι όλους αυτοί τώρα. Τα ίδια στο Καλλιμάρμαρο ξανά. Μαζευόμαστε ξανά οι ίδιοι… Τώρα είναι στην επικαιρότητα κι ο Κοινούσης με «Τα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά». Αλλά ξαφνικά ανεβαίνει η Βέμπο, με το σεγκούνι της κι ανακράζει τώρα «Παιδιά, του Πολυτεχνείου, παιδιά!». Με έπιασε ένας κρύος ιδρώτας και σκέφτηκα, ρε τι κάνουμε; Αν υπήρχε Θεός έπρεπε να ρίξει φωτιά να μας κάψει! Όλους!

Ιησού Χριστέ, έλεγα από μέσα μου, όλοι πρέπει να περάσουνε δίκη, αν δικάσεις μόνο μένα, δεν κάνει, μόνος θα πάω στράφι. Με βρίζουνε εμένα και με λένε δεξιό, χουντικό, βασιλικό κι όπως θέλουνε. Ρε, εγώ δεν είπα ποτέ τα τραγούδια μου όπως εξυπηρετούν τους άλλους. Εγώ δεν είμαι με κανένανε, είμαι με τον εαυτό μου. Εγώ τον Αράπη μου μου μαύρο τον έφτιαξα, μαύρο τον βάφτισα και μαύρονε θα τον ψοφήσω. Ούτε τον κοκκίνησα ούτε τον πρασίνισα ούτε τον έβαψα πλε. Μαύρος μού ήτανε πάντα και μια ζωή έτσι θα τον έχω. Δεν το αλλάζω τον αραπάκο μου με τίποτα ρε, πάρτε το είδηση!. Βγάλανε κείνη την εποχή και κάτι τέτοια τραγούδια «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» και τα σχετικά. Ήτανε ελαφρά τραγουδάκια, σουξέ της εποχής, και ξαφνικά με τη μεταπολίτευση βρέθηκε ο κάθε τέτοιος Μαρκόπουλος να λέει πως έκανε αντίσταση με αυτά τα τραγούδια, κι εννούσε άλλα, απ΄αυτά που έλεγαν τα λόγια, για τη λογοκρισία. Το κάθε τραγούδι χτυπάει πάντα ένα συγκεκριμένο στόχο, εννοεί αυτό που λέει ξεκάθαρα. Μας λένε μετά οι ίδιοι ή οι σχολιαστές κι οι κριτικοί, πως είναι αλληγορικά κι ότι ο ποιητής άλλα υπονοεί. Μπούρδες είναι αυτά, μπορεί να μας αρέσει να λένε οι ειδικοί καλά λόγια για τα έργα μας, αλλά να μη φτάνουνε και σε αυτό το σημείο, πως άλλα γράφουμε και άλλα εννοούμε. Προς Θεού!» Ιωάννα Κλειασίου, «Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και Πολιτεία». Εκδ. «Ντέφι», σελ.309-310.