ΠολιτισμόςΑρχείο

Στις ταβέρνες του Λυγουριού

Τα χρόνια που το Λυγουριό είχε πολλά αμπέλια,
πολλά ήτανε και τα κρασιά που είχαν τα βαρέλια.
Σε κάθε γωνιά συνάνταγες καινούργια ταβερνεία
που δεν είχαν μόνο «πιώματα» αλλά και φλυαρία…
 
Δεν άκουγες μόνο το λόγο το σπουδαστικό
αλλά και κάθε χωρατό, ανέκδοτο κι αστείο,
που πολλές φορές ήταν έξυπνο και διαλεχτό
μα κάποιες άλλες ανόητο και «κρύο»…
 
Ο σπουδαιότερος σοφός της παλιάς εκείνης εποχής,
παντογνώστης, γεωμέτρης αλλά και στοχαστής
ήταν ο Χρήστος ο Καψάλης ο «Φέκας»ο γνωστός,
ο πρώτος και με διαφορά της πιάτσας «μαθηματικός».
 
Χωρίς μολύβι και χαρτί εύρισκε την κάθε λύση,
όπως πόσα κυβικά ξυλείας βγάζει ένα κυπαρίσσι.
Επίσης πόσα στρέμματα ήτανε το δύσβατο χωράφι,
πόσους παράδες μέτραγε της κάθε λίρας το χρυσάφι.
 
Ένα βράδυ που η κουβέντα πήγαινε να σβήσει
και κανείς δεν έλεγε το κρασί να σταματήσει,
το ερώτημα ήρθε από τον «Ντερβίση» τον μπεκρή,
που στη ζωή του δεν είχε κάνει καμία προκοπή.
 
Είπε πως είχε στο σπίτι του ένα ξύλινο αμπάρι
που ήτανε γεμάτο με «αράπικο» σιτάρι.
-Εσύ, ρε «Φέκα», που έχεις κοφτερό μυαλό δρεπάνι,
για πες μας: Όλο το αμπάρι πόσα σπιριά μας κάνει;
 
Μεμιάς όλοι κοφτά κι ευλαβικά σωπάσανε
και το κρασάκι τους στα σβέλτα «κατεβάσανε».
Ο φόβος ήταν μήπως ο «Φέκας» απάντηση δε βρει
στο ερώτημα που μπήκε από έναν ανόητο μπεκρή.
 
Ο μπαρμπα-Χρήστος  σαν λόγιος και μαθηματικός,
την απάντηση την έδωσε ήρεμα και μεγαλοπρεπώς:
 
-«Στο πρόβλημά σου, φίλε αγαπητέ Ντερβίση,
δεν υπάρχει δυστυχώς για σένα καμία λύση
αφού του δύστυχου σπιτιού σου το ξύλινο αμπάρι
ουδέποτε ήτανε γεμάτο με αράπικο σιτάρι…»
 
Τότε όλοι στη συντροφιά γελάσανε για τα καλά.
Είχαν ακούσει της βραδιάς το πιο ωραίο
Μεμιάς σηκώσαν τα ποτήρια τους ψηλά
να πιουν -και ήπιανε- το κρασί το τελευταίο…
 
 
Μάης 2017