Υποχρεωτική διαμεσολάβηση: Λάθος διάγνωση και λάθος λύση
Ο θεσμός της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης εισάγεται από την Κυβέρνηση ως ένα μέσο για να αποσυμφορηθούν τα δικαστήρια από την υπερπληθώρα των υποθέσεων που καταλήγουν σε αυτά. Επαίρεται μάλιστα ο Υπουργός Δικαιοσύνης κος Κοντονής για το ότι πρόκειται για “εμβληματικό” νομοσχέδιο. Είναι πράγματι έτσι; Απαλλάσσει τους πολίτες από τις καθυστερήσεις, τη δυσκαμψία, τον απρόσωπο χαρακτήρα της απονομής της Δικαιοσύνης; Τους γλιτώνει από χρήματα και χρόνο; Μήπως αντί να μπλέκουν σε ένα αρτηριοσκληρωτικό δικαστικό σύστημα το οποίο δεν κατανοούν, θα πηγαίνουν σε ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον, όπου με διάλογο και χαλαρότητα θα βρίσκουν τη λύση στα προβλήματά τους;
Όσα προανέφερα είναι αυτά που φοβάται ο πολίτης από την επαφή του με τη Δικαιοσύνη. Ο στόχος του άρθρου δεν είναι να προσπαθήσει να πείσει τους Δικηγόρους ή τους Δικαστές. Οι απαντήσεις είναι αυτονόητες. Την ώρα που γράφονταν οι γραμμές αυτές εκδόθηκε ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που πρώτοι αυτοί εξήγγειλαν κινητοποιήσεις εναντίον του σχετικού νομοσχεδίου. Το ζήτημα είναι να καταλάβει όποιος πολίτης δεν είναι νομικός ότι του προσφέρεται ένα δώρο, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να αρνηθεί.
Κατ’αρχήν, εάν επρόκειτο για ένα “εμβληματικό” νομοσχέδιο, εάν η υποχρεωτική διαμεσολάβηση αναβάθμιζε τη ζωή όλων μας, η Κυβέρνηση θα το διατυμπάνιζε και δε θα υπήρχε λόγος να ορίσει τη διαβούλευση από την 28η Δεκεμβρίου μέχρι την 2α Ιανουαρίου. Από ποιον και τι κρύβεται άραγε; Ή ως δώρο θεώρησε ότι έπρεπε να μας το κάνει ανήμερα την Πρωτοχρονιά;
Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα, καθιερώνεται ένα υποχρεωτικό στάδιο προδικασίας, η διαμεσολάβηση, την οποία θα διεξάγουν διαπιστευμένοι, αλλά ιδιώτες διαμεσολαβητές, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωτικό να είναι Δικηγόροι. Αρκεί να έχουν πτυχίο οποιασδήποτε Ανώτατης Σχολής, έχοντας παρακολουθήσει κάποιο σχετικό σεμινάριο και έχοντας επιτύχει σε εξετάσεις. Οι υποθέσεις στις οποίες εισάγεται η υποχρεωτικότητα εκτείνονται σε πάρα πολλά πεδία, με πιο κοινές τις διαφορές μεταξύ ιδιοκτητών διαμερισμάτων, υποθέσεις τροχαίων (χωρίς σωματική βλάβη) – αποζημιώσεις, ιατρικής αμέλειας (και θανάτου), εργατικές καθώς και πλείστες όσες οικογενειακές διαφορές.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, θεσπίζεται υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολάβησης η οποία διαρκεί από ένα μήνα έως έξι μήνες. Αν δεν τελεσφορήσει η μεσολάβηση, τότε προσφεύγουν οι διάδικοι στα Δικαστήρια. Πρέπει ωστόσο να καταβληθεί και από εκείνον που προσφεύγει στη διαμεσολάβηση και από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται ποσό τουλάχιστον 300€.Όποιος δεν πειθαρχήσει στο να απευθυνθεί στη διαδικασία αυτή αντιμετωπίζει εξοντωτικά πρόστιμα και χρηματικές ποινές από 1.000€ έως 5.000€, ενώ και σε περίπτωση ήττας του στο ενδεχόμενο Δικαστήριο θα κληθεί να πληρώσει και ποσό ίσο με το 2% της διαφιλονικούμενης διαφοράς, ποσό το οποίο θα καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου και θα εισπράττεται με τον ΚΕΔΕ!
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης υπάρχει ωστόσο ήδη από το έτος 2010 με το βασικό νόμο 3898/2010 που έχει ψηφιστεί και με το Π.Δ. 123/2011 που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότησή του. Ωστόσο η κοινωνία αδιαφόρησε παντελώς για το θεσμό αυτό, καθώς οι υποθέσεις οι οποίες λύθηκαν με διαμεσολάβηση όλα αυτά τα χρόνια ήταν λιγότερες από 30. Έρχεται λοιπόν σήμερα η Κυβέρνηση με το πλέγμα αυτό των διατάξεων που καθιστούν τη διαμεσολάβηση υποχρεωτική να επαναφέρει ένα θεσμό που αποδοκιμάστηκε με τόσο εκκωφαντικό τρόπο. Σημειωτέον ότι δεν αποτελεί κάποιο προαπαιτούμενο από την Τρόικα στο οποίο σπεύδει να πειθαρχήσει, όπως με τα 70 περίπου άλλα προαπαιτούμενα αυτής της δόσης. Τέτοιου είδους απαίτηση από την Τρόικα δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο απαίτηση να υπάρχει πρόβλεψη για διαμεσολάβηση που ούτως ή άλλως υπάρχει.
Και πως να υπάρχει απαίτηση για υποχρεωτικότητα άλλωστε όταν σε όλη την Ευρώπη η διαμεσολάβηση είναι απολύτως δυνητική και όχι υποχρεωτική. Εκτός από την Ιταλία, όπου έχει εισαχθεί μία αντίστοιχη ρύθμιση με την παρ’ημίν, οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, διαμεσολάβηση υπάρχει στο πλαίσιο της εκουσίας προσφυγής σε αυτήν.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η Κυβέρνηση, χωρίς να είναι υποχρεωμένη από την Τρόικα, προβαίνει στην εισαγωγή ενός θεσμού “παράλληλης” ιδιωτικής δικαιοσύνης. Δεν είναι μόνο ότι δεν έχει τους χρηματικούς πόρους για να μπορέσει να εξοπλίσει και να στελεχώσει τα Δικαστήρια με Δικαστές, Εισαγγελείς, Γραμματείς. Δεν είναι ούτε το ότι δεν προβαίνει στον πλήρη εκσυγχρονισμό και την μηχανοργάνωση της δικαστηριακής πρακτικής, ώστε να μπορεί να επιταχυνθεί και να βελτιωθεί η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα του συστήματος. Ο κάθε ψύχραιμος και αντικειμενικός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι προστίθεται άλλο ένα στάδιο γραφειοκρατίας σε μία ήδη αργή Δικαιοσύνη.Ο πολίτης που είχε ένα τροχαίο ατύχημα και θα περιμένει να αποζημιωθεί, θα πρέπει αναγκαστικά να προσφύγει στη διαμεσολάβηση, να πληρώσει χρήματα για το διαμεσολαβητή, να πληρώσει χρήματα για τον συμπαριστάμενο Δικηγόρο και να περιμένει έως και 6 μήνες να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Αφού λοιπόν θα έχει φτάσει μέχρι εκεί και θα έχει περάσει αυτό το χρονικό διάστημα και θα έχει ενδεχομένως “πονέσει” οικονομικά, πόσο πιθανό άραγε είναι να αρνηθεί το ποσό που θα του προσφερθεί από την αντίδικο ασφαλιστική εταιρεία και θα αποφασίσει ότι θα προσφύγει στο Δικαστήριο για να ξεκινήσει τον κανονικό δικαστικό αγώνα με άλλες αμοιβές, άλλες καθυστερήσεις και άλλη αναμονή;
Και πως άραγε μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ενώ υπήρξαν συγκεκριμένες προτάσεις να αναλάβουν οι Δικαστές ένα θεσμό δικαστικής διαμεσολάβησης, ο οποίος και σύμφωνος με το Σύνταγμα θα ήταν και θα ήταν απολύτως δωρεάν για τον πολίτη, το Υπουργείο θεώρησε καλό να μην απαντήσει τίποτα αλλά αντιθέτως να φέρει άρον άρον το νομοσχέδιο αυτό μεταξύ καλάντων και πρωτοχρονιάτικου ρεβεγιόν.
Και πως να εξηγηθεί επίσης το γεγονός ότι αντί να απευθυνθεί η κυβέρνηση στους Δικηγόρους ως διαμεσολαβητές, οι οποίοι από τις σπουδές τους και το επάγγελμά τους αλλά και από το συνταγματικό τους ρόλο είναι οι μόνοι που μπορούν να παρέχουν τα εχέγγυα της ορθής διενέργειας του καθήκοντος του διαμεσολαβητή, αποφασίζει να αναθέσει το ρόλο αυτό σε κάθε πτυχιούχο Πανεπιστημίου; Θεωρεί μήπως ότι υπάρχει έλλειψη Δικηγόρων στη χώρα μας και ότι θα δυσκολευόταν να εξεύρει ικανό αριθμό Δικηγόρων για να στελεχώσει τις όποιες ανάγκες διαμεσολάβησης; Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα πρακτικά της διαβούλευσης θα αποτελούν τίτλο εκτελεστό, το διατακτικό τους δηλαδή θα είναι ισοδύναμο με δικαστική απόφαση. Το οποίο θα μπορεί να το έχει συντάξει μη νομικός. Γίνεται αντιληπτό το χάος που μπορεί να προκαλέσει κάτι τέτοιο.
Αρχίζει λοιπόν να γίνεται αντιληπτό (οι Δικαστές και Εισαγγελείς διά της Ενώσεώς τους το υπενόησαν σαφώς) ότι κάποιες άλλες σκοπιμότητες κρύπτονται πίσω από την εισαγωγή του θεσμού με αυτόν τον αναπάντεχο και αυταρχικό τρόπο:
Ο στόχος δεν είναι ούτε η αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων ούτε η επιτάχυνση της Δικαιοσύνης ούτε η ανακούφιση και η εξυπηρέτηση των πολιτών. Ο στόχος είναι πρωτίστως η δημιουργία παραδικαιοσύνης, η ανάθεση σε ιδιώτες δικαστικών καθηκόντων, ώστε να παρακάμπτονται οι παραδοσιακές δομές και να υποκαθίστανται από άλλες, πιο βολικές και σαφώς λιγότερο ανεξάρτητες. Τράπεζες, Ασφαλιστικές Εταιρείες, Funds που θα έχουν εξαγοράσει τεράστια χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων, επιχειρήσεις real estate, όλοι βολεύονται. Τίθενται με τον τρόπο αυτό προσκόμματα και αναχώματα μεταξύ του ασθενέστερου οικονομικά πολίτη και της Δικαιοσύνης.
Αλλά είναι κάτι άλλο, βαθύτερο: Αποτελεί τελικά πάγια, συνειδητή και ηθελημένη θέση της παρούσας κυβέρνησης, η προσπάθεια αποδόμησης κάθε θεσμού, κάθε ανεξάρτητης Αρχής, κάθε προστατευτικής δικλείδας που έχει τεθεί από το Σύνταγμα και την Αστική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ώστε να ελέγχεται η όποια αυθαιρεσία των κυβερνώντων ή των εκάστοτε ισχυρών. Δεν αρέσει τελικά στην κυβέρνηση η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
* Ο Ιωάννης Μαλτέζος είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω στο Άργος και Πρόεδρος της Περιφερειακής Οργάνωσης Πελοποννήσου της Νέας Δημοκρατίας.