Οι Οθωμανίδες κυρίες του Ναυπλίου
Ήταν στην εποχή που είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε πως η παρατεταμένη εφηβεία μας έπρεπε να πάρει τέλος. Ήταν όμως και η εποχή της πλήρους κατάπτωσής του.
Μπήκε μέσα στο καφενείο κρατώντας ένα τριαντάφυλλο. Άλαλα τα στόματα των θαμώνων. Ακόμα και ένας εξηντάρης έφηβος, που έπαιζε μόνος του φλίπερ , σταμάτησε να κλωτσάει το κακόμοιρο μηχάνημα. Κάποιος τόλμησε και υπέβαλε την ερώτηση: «Γυναίκα στο πρόσφερε;»
Ατάραχος έδωσε την απάντηση «Ναι». Ακόμα πιο βαθιά σιωπή… μέχρι να ακουσθεί η επεξήγηση: «Για την ακρίβεια της το πρόσφερα και μου το επέστρεψε.»
Ευκαιρία για καζούρα. Χυλόπιτα περιωπής… Δεν ομολογούσε το όνομα με τίποτα…
«Ήταν μια Οθωμανίς κυρία του Ναυπλίου». Το 1990 δεν υπήρχαν Οθωμανίδες κυρίες στο Ναύπλιο… «Νιώθω σαν τον Δράμαλη». Δεν τον παρεξηγούσαμε… στην διάρκεια του ασώτου βίου του παρουσιαζόταν πάντοτε ως κάτι περίεργο.. Όταν έκανε τον μπογιατζή ήταν κοινωνιολόγος, όταν βοηθούσε σε πάγκο στην λαϊκή γινόταν πολιτικός επιστήμων … δικαιολογημένα από ένα φευγαλέο πέρασμα από την Πάντειο… Σε μια γριά γειτόνισσα της είχε πει ότι ήταν ειδικός συναρμολογητής ονείρων … και τον είχε ρωτήσει σε ποιον Καζαμία γράφει…
«Τι δουλειά, ρε, έχει ο Δράμαλης με σένα; Αυτός ήταν Πασάς ενώ εσύ είσαι ένα ρεμάλι και μισό…» Ευθεία προσβολή από τον χοντρό καφετζή με την κοτσίδα.
«Αγνοείτε, αγαπητέ μου, ποίος ήτο ο Μαχμούτ Πασάς, ο καλούμενος Δράμαλης. Ήτο νέος εύμορφος, πολλά υποσχόμενος, προστατευόμενος της Βαλιδέ Σουλτάνας, από καλήν οικογένεια και τα μάλα γενναίος εις τους πολέμους. Ο ίδιος ο Σουλτάνος με την παρότρυνση της μαμάς του του έδωσε την θέση του Σερασκέρη. Γνωρίζετε, πτωχέ καφετζή, τι εστί Σερασκέρης;»
Ο άλλος τον κοίταξε άγρια, αλλά δεν μίλησε θέλοντας να δει πού το πάει…
«Σερασκέρης εις τα ελληνικά σημαίνει αρχηγός εκστρατευτικού σώματος. Τριάντα χιλιάδες στρατιώτες είχε μαζί του. Και επιτελείο από όλα τα αστέρια της Αυτοκρατορίας των Οθωμανών, με επικεφαλής τον ίδιο τον Μεγάλο Βεζύρη τον Τοπάλ Αλή Πασά… Ξεκίνησε από την Λάρισα, διέσχισε την Στερεά Ελλάδα, έφθασε στην Κόρινθο. Όποιος έβλεπε τόσο στρατό έκλανε μέντες και κατέφευγε εις τα βουνά και τα δυσπρόσιτα μέρη. Τον έστελνε ο Σουλτάνος να πνίξει την επανάσταση των Ελλήνων. Και αυτός το μόνο που έκανε ήταν να προχωράει χωρίς σχέδιο, να γκρεμίζει καμιά εκκλησία και να παλουκώνει κανένα Έλληνα που δεν είχε φύγει άμα τη εμφανίσει του.»
Είμαστε σίγουροι πως δεν έλεγε ψέματα. Τα διαβάσματά του πολλά και διάφορα…
«Μέχρι που έφθασε στην Κόρινθο. Εκεί παντρεύτηκε την χήρα του Κιαμήλ, κληρονόμησε αυτόματα τον πιο πλούσιο Τούρκο της Πελοποννήσου. Βρέθηκε όμως σε δίλημμα . Του είχαν αναθέσει να σώσει το Ναύπλιο που ήταν έτοιμο να παραδοθεί στους Έλληνες μετά από δεκατέσερις μήνες στενή πολιορκία. Ήδη είχαν δεχθεί να μπει Ελληνική φρουρά στο Μπούρτζι. Ο Δράμαλης δεν το πολυσκέφτηκε, απέρριψε άλλες συνετές ιδέες. Προχώρησε με όλο τον στρατό του κατά δω. Στις 12 του Ιούλη του 1822 έφθασε. Έχω δει σε ένα βιβλίο μια ζωγραφιά… Μια παλιοκαιρισμένη και ψιλοχαλασμένη από υγρασία. Τον δείχνει καβαλάρη μαζί με το επιτελείο του, μπροστά του δερβίσηδες με τύμπανα και πίπιζες, είχαν έρθει για να πείσουν τους στρατιώτες πως αν πεθάνουν θα πάνε στον παράδεισο – και άλλα τέτοια ωραία – και στο βάθος αχνοφαίνεται το Ανάπλι…»
«Μας κοίμησες… για να επανέλθουμε… έφαγε χυλόπιτα ο Πασάς όπως εσύ;»
«Σας λέω τόσο ωραία ιστορία, σε εσάς που δεν αξιωθήκατε ποτέ σας να διαβάσετε άλλο έντυπο έκτος από το Φως των Σπορ και τον Δικέφαλο και αντί να την προσέξετε, προσπαθείτε με ανέντιμους τρόπους να ξύσετε ερωτικά τραύματα. Λοιπόν, ο Δράμαλης όντως την έφαγε την χυλόπιτα. Δεν τον άφησαν να μπει στο Ανάπλι. Τον ανάγκασαν να στρατοπεδέψει στην Γλυκιά, στους πρόποδες του Αγιολιά. Ναι, ο Σερασκέρης έμεινε στο τσαντήρι και δεν τον φιλοξένησαν σε κανένα από τα μεγάλα και πανέμορφα σαράγια της πόλης μας.»
Όσοι πρόσεχαν την ιστορία ξαφνικά άρχισαν να διατυπώνουν ο καθένας διαφορετική άποψη για την αιτία του αποκλεισμού.
«Φοβήθηκαν ότι τριάντα χιλιάδες άντρες δεν θα άφηναν καμιά από τις Οθωμανίδες κυρίες του Ναυπλίου ανικανοποιήτη.»
«Όχι, φοβήθηκαν ότι οι πολιορκημένοι είχαν κολλήσει αρρώστιες και θα τις μετέδιδαν στους άντρες του Δράμαλη.»
«Όχι, φοβήθηκαν ότι θα έβαζαν χέρι στα πλούτη τους.»
Μας άφησε να αναπτύσσουμε τις ιδέες μας… Στο τέλος είπε…
«Για παρόμοιους λόγους μου επεστράφη αυτό το ωραιότατο άνθος. Θα πιούμε τίποτε;…»
Μόλις άδειασε το καραφάκι του ούζου, το τριαντάφυλλο τοποθετήθηκε στο στόμιο του και στόλιζε το τραπέζι που καθόμαστε.
«Τελικά;»
«Τι, τελικά; Μέσα σε είκοσι μέρες όλα άλλαξαν. Ως από μηχανής Θεός εμφανίσθηκε ο Κολοκοτρώνης, μάζεψε τους Έλληνες, ξεκίνησε έναν πόλεμο φθοράς και στο τέλος τον ανάγκασε να υποχωρήσει στην Κόρινθο, περνώντας από τα Δερβενάκια, όπου υπέστη την θρυλική καταστροφή που έχει καταγραφεί με την παροιμιώδη φράση η «νίλα του Δράμαλη». Ο ίδιος με χίλια βάσανα σώθηκε και πήγε στην Κόρινθο, όπου μετά από λίγο πέθανε.
Έτσι δεν πρόλαβε να μας πει γιατί έφαγε πόρτα από τις Οθωμανίδες κυρίες του Ναυπλίου.»
Το οποίον ερμηνεύθηκε… «Μην με ρωτήσετε ποια Οθωμανίς κυρία του Ναυπλίου μου επέστρεψε το άνθος».
Τόλης Κοΐνης