Η μάχη τού Ξεριά, οι παρθένες που ρίχτηκαν στο πηγάδι και οι κρεμασμένοι από τα δέντρα
Ο Κεχαγιάμπεης έφθασε στίς 24 Aπριλίου 1821 στό Kουτσοπόδι τού Άργους καί αμέσως έστειλε επιστολή στούς ραγιάδες γιά άμεση παράδοση τής πόλης. Οι Ρωμιοί απέρριψαν τήν επιστολή καί ετοιμάστηκαν γιά νά δώσουν μάχη. Δυστυχώς έλειπαν από τό στρατόπεδο τού Άργους εκείνοι οι αρχηγοί οι οποίοι θά μπορούσαν νά αντιμετωπίσουν τούς ικανότατους Τουρκαλβανούς μαχητές τού Κεχαγιά. Καί όχι μόνο αυτό. Οι οπλαρχηγοί πού ανέλαβαν τήν άμυνα, δέν φρόντισαν νά απομακρύνουν ούτε κάν τά γυναικόπαιδα από τά πέριξ χωριά, πολλά από τά οποία είχαν μαζευτεί στούς γύρω λόφους γιά νά παρακολουθήσουν τή μάχη!
Τελικώς οι Αργείοι αποφάσισαν νά περιμένουν τόν εχθρό στόν ποταμό Ξεριά. Ο Δημήτριος Tσώκρης με 600 Aργείους κατέλαβε τή Μονή τής Παναγίας τής Κατακεκρυμμένης, ενώ ο ιερέας Αρσένιος Kρέστας μέ τόν Iωάννη Γιάννουζα οχυρώθηκαν σέ μία μάντρα πού βρισκόταν κοντά στόν ποταμό. Ο Ξεριάς ή Ξηριάς μέσα στόν μήνα Απρίλιο ήταν ήδη βατός καί αποδείχθηκε μοιραίο λάθος η επιλογή αυτής τής θέσης.
Oι Tουρκαλβανοί τού Kεχαγιάμπεη επιτέθηκαν χωρισμένοι σέ τρία σώματα. Στό κέντρο προχωρούσε η πεζούρα καί στά άκρα η καβαλλαρία. Οι Τούρκοι ιππείς διέσχισαν μέ ευκολία τόν χείμαρρο καί περικύκλωσαν τούς 500 άντρες τού Γιάννουζα πού μάχονταν στή μάντρα. Οι σπαχήδες τού εχθρού, όντας ικανότατοι ιππείς, κατετρόπωσαν τούς νησιώτες καί άρχισαν νά κόβουν αράδα κεφάλια μέ τά γιαταγάνια τους. Οι απειροπόλεμοι στήν ξηρά νησιώτες ήταν αδύνατο νά τούς σταματήσουν. Ο γιός τής Μπουμπουλίνας, τή στιγμή πού είχε ρίξει από τό άλογό του τόν αρχηγό τών Αλβανών Bελήμπεη καί ετοιμαζόταν νά τού πάρει τό κεφάλι, δέχτηκε πυροβολισμό καί έμεινε στόν τόπο.
Oι επί τών υψωμάτων θεατές, πανικόβλητοι, έφυγαν σάν τρελλοί πρός διάφορες κατευθύνσεις. Πολλοί κλείστηκαν μαζί μέ τόν παπά Αρσένη στή Μονή τής Κατακεκρυμμένης. Άλλες οικογένειες έτρεξαν στούς Αφεντικούς Μύλους (αρχαία Λέρνη όπου βρισκόταν η Λερναία Ύδρα), όπου τίς παρέλαβαν τά σπετσιώτικα καράβια. Ο Κεχαγιάς μόλις πληροφορήθηκε ότι μέσα στό μοναστήρι ήταν καί ο σεϊτάν παπάς Αρσένης Κρέστας, ενίσχυσε τήν πολιορκία καί τόν κάλεσε νά παραδοθή. Ο παπάς έδωσε τήν άδεια στά γυναικόπαιδα νά παραδοθούν, ενώ ο ίδιος καί τά παλληκάρια του μέσα στή νύκτα επιχείρησαν έξοδο. Κατάφεραν νά διασχίσουν τό εχθρικό στρατόπεδο μέ τά σπαθιά στά χέρια καί νά σώσουν τά κεφάλια τους.
Ο πληθυσμός τού Άργους δεινοπάθησε. Δεκαοκτώ Aργίτισσες παρθένες, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τών Tουρκαλβανών προτίμησαν νά ριχτούν μέσα στά πηγάδια καί νά πνιγούν. H πόλη λεηλατήθηκε άγρια, τά σπίτια πυρπολήθηκαν καί τά δέντρα γέμισαν μέ κρεμασμένους. Περίπου 900 κάτοικοι τού Άργους έχασαν τή ζωή τους.
Κάποιες προσπάθειες οπλαρχηγών νά σταματήσουν τόν Κεχαγιάμπεη δέν καρποφόρησαν. Ούτε ο Σκαλτσάς, ούτε ο Τσαλαφατίνος, ούτε ο Παπαφλέσσας μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν τούς Τουρκαλβανούς, καθώς τούς εγκατέλειπαν οι στρατιώτες τους, μόνο καί μέ τή θέα τού τουρκικού ιππικού. Αντίθετα ο Κεχαγιάς δέχτηκε περαιτέρω ενισχύσεις από τήν Τριπολιτσά. Επίσης οι Νικηταράς, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καί Κονδάκης πού έσπευσαν νά τόν συναντήσουν εγκαταλείφθησαν από τούς άντρες τους. Η φήμη τού Κεχαγιά ήταν φοβερή καί δέν φαινόταν κάποιος ικανός γιά νά τόν σταματήσει. Στίς 6 Μαΐου, ο Τούρκος πασάς, σέρνοντας ξοπίσω του αιχμάλωτες εκατοντάδες γυναίκες, έφθασε στήν Τριπολιτσά. Εκεί θά καθυστερούσε γλεντώντας μέ τίς γυναίκες καί τά λάφυρα πού είχε αρπάξει. Αυτή η καθυστέρηση όμως θά τού κόστιζε ακριβά. Θά έδινε καιρό στόν Γέρο τού Μοριά νά οργανώσει τήν άμυνά του καί νά τόν περιμένει στό Βαλτέτσι.
«Πρίν φθάση ο Κεχαγιάς, οι Έλληνες διέλυσαν τήν πολιορκίαν τού Ναυπλίου, καί μεταβάντες ολίγοι εξ αυτών εις Άργος, ωχυρώθησαν είς τινας οικίας, είς τε τό υπερκείμενον μοναστήριον καί εις τήν Λάρισσαν, τό παλαιοφρούριον, όπου κατέφυγον εις τήν υπεράσπισιν τού Τζιώκρη, τού Τσαλαφατίνου καί τού Παπαρσενίου καί όσοι τών κατοίκων δέν ημπόρεσαν νά φύγωσιν εις άλλα μέρη. Οι Τούρκοι είχον φθάσει τήν 24ην εις Κουτσοπόδι καί τήν 25ην μόλις εξεκίνησαν εκείθεν οι Αργείοι ήρχισαν νά τουφεκίζωσι καί οι εχθροί εκ τούτου εγνώρισαν οποίους εχθρούς είχον νά πολεμήσωσιν.
Εισβάλοντες εις τήν πόλιν, τήν εκυρίευσαν ευθύς, έκαυσαν τάς οχυράς οικίας καί εκτός δεκαοκτώ κορασίων, τά οποία γενόμενα θύματα τής τιμής εκούσια, έπεσον εις τά φρέατα καί επνίγησαν, εφόνευσαν έως επτακόσιους Έλληνας, εν οίς καί ο υιός τής Μπουμπουλίνης μετά πενήντα Υδραιοσπετσιωτών. Τότε ο Τσιώκρης απομαχόμενος μέ τούς περί αυτόν, διαβάς ανά μέσον τών εχθρών, ανέβη από τήν πόλιν εις τήν Λάρισσαν. Ο δέ Παπαρσένιος φεύγων ωσαύτως ανέβη εις τό μοναστήριον. Οι δέ Τούρκοι τούς επολιόρκησαν. Εξήλθον δέ καί οι Τούρκοι τού Ναυπλίου καί συνεμάχοντο μέ τόν Κεχαγιάν, συγχρόνως έφθασαν καί από Τριπολιτσάν έως δύω χιλιάδες πεζοί τε καί ιππείς εις προϋπάντησίν του εις Άργος.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Τόμος Α’, 1852