ΚοινωνίαΑρχείο

Οι 5+1 λόγοι που συνηγορούν στην επαναλειτουργία των σχολείων

Τα παιδιά φαίνεται τελικά, με βάση τα νέα επιστημονικά δεδομένα, ότι έχουν χαμηλή συμμετοχή στη διασπορά του κορωνοϊού, κολλούν πιο δύσκολα και επίσης δεν τον μεταδίδουν εύκολα. Αυτό ανέφερε χθες Τετάρτη 29.4.2020 ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Υγείας για το νέο κορωνοϊό, Καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, ενώ σημείωσε παράλληλα ότι περιπτώσεις όπου κάποια θετική επαφή της επαφής του παιδιού οδηγούσε στο κλείσιμο του σχολείου, πλέον δεν θα επιφέρει αυστηρά μέτρα κλεισίματος σχολείων. 

Ο κύριος Τσιόδρας επικαλούμενος τα τελευταία δεδομένα και την τελευταία εκτίμηση κινδύνου του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης Νόσων, σχετικά με τον κορωνοϊό και τα παιδιά ανέφερε τα 6 επιστημονικά κριτήρια που συνέβαλλαν: 

Πρώτον, παρόμοια με δύο άλλους πολύ σοβαρούς κορωνοϊούς, τον ιό SARS και τον ιό MERS, οι λοιμώξεις από το νέο ιό παρατηρούνται πολύ λιγότερο συχνά στα παιδιά. 

Δεύτερον, τα παιδιά εμφανίζουν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ηπιότερα συμπτώματα από τους ενήλικες. 

Τρίτον, παιδιά με σοβαρή νόσο ήταν λιγότερο από το 1% στη μεγαλύτερη, έως σήμερα, πληθυσμιακή μελέτη από την Κίνα.

Τέταρτον, τα παιδιά κυρίως μολύνονται εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Επίσης τα παιδιά κολλάνε τη νόσο περίπου τρεις φορές λιγότερο από τους 20 ετών και πάνω και 4 φορές λιγότερο από ότι οι ενήλικες άνω των 60 ετών. 

Πέμπτον, μετάδοση από παιδί σε ενήλικα φαίνεται να είναι ασυνήθιστη. Κατά την ενδελεχή διερεύνηση του πρώτου κρούσματος στη Γαλλία, ένα μολυσμένο παιδί παρακολούθησε τρία διαφορετικά σχολεία ενώ ήταν συμπτωματικό και είχε 112 επαφές που εντοπίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων άλλων παιδιά και καθηγητές. Δεν εντοπίστηκαν συμπτωματικά περιστατικά. Φυσικά δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα παιδί με κορονοϊό να κολλήσει κάποιον. 

Επιπλέον ένας ακόμη σοβαρός λόγος είναι ότι δεδομένα από πληθυσμιακές μελέτες στην Ιταλία, την Ισλανδία και τη Σουηδία, δείχνουν ότι τα παιδιά είναι απίθανο να είναι πρωτογενείς περιπτώσεις μετάδοσης της νόσου (από παιδί σε γονιό).

Ο κ. Τσιόδρας ανέφερε ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πρόβλεψη για θερμομέτρηση των μαθητών πριν μπουν στην αίθουσα. Εξάλλου η θερμομέτρηση είναι ένα μη ασφαλές μέτρο, ιδιαίτερα για κάποιον ο οποίος δεν έχει συμπτώματα της νόσου. 

Ακόμη ανέφερε ότι τα επιστημονικά δεδομένα που οδήγησαν στο κλείσιμο των σχολείων ήταν λιγότερα και βασίστηκαν σε εκτιμήσεις με βάση την πορεία της γρίπης. Είχε διαπιστωθεί η ανησυχητική εκθετική διασπορά του ιού και είχε υπολογιστεί ότι θα μπορούσε να μειωθεί κατά 10% η διασπορά στον πληθυσμό εάν αυτή προερχόταν από τα παιδιά. Έτσι έγινε η εισήγηση για να κλείσουν αρκετά νωρίς τα σχολεία. 

«Οι μαθηματικές μας εκτιμήσεις, μάς έχουν οδηγήσει, παρά το γεγονός ότι έγιναν ταυτόχρονα το κλείσιμο των σχολείων με κάποιους άλλους χώρους όπως οι χώροι εστίασης των καφέ, των κινηματογράφων εκείνη την εβδομάδα, στην εκτίμηση πως τα σχολεία συμμετείχαν σε ένα μικρό ποσοστό στη μείωση του αναπαραγωγικού ρυθμού της επιδημίας, ο οποίος έπεσε ραγδαία μετά την εφαρμογή της γενικής απαγόρευσης», ανέφερε ο καθηγητής.