ΚοινωνίαΑρχείο

Πελοπόννησος: Εφιάλτης η ρύπανση από ελαιοτριβεία που απειλεί τον υδροφόρο ορίζοντα

Ένας καταιγισμός καταγγελιών για ρύπανση των ρεμάτων της Περιφέρειας Πελοποννήσου από κατσίγαρο, φτάνει τις τελευταίες μέρες στα γραφεία των αρμοδίων υπηρεσιών, με τον Περιφερειάρχη Παναγιώτη Νίκα να προαναγγέλει βαρύτατα πρόστιμα.

Ο κατσίγαρος έχει τη ιδιαιτερότητα να περιέχει αυξημένο ρυπαντικό φορτίο λόγω της παρουσίας, στη σύστασή του, τοξικών ουσιών (φαινόλες) και υψηλού οργανικού φορτίου. Επιβαρύνει ρυπαντικά τον υδροφόρο ορίζοντα ενώ η πλήρης επεξεργασία του απαιτεί σύγχρονη μέθοδο επεξεργασίας των λυμάτων των ελαιοτριβείων και βασίζεται στη χρήση μεμβρανών. Ωστόσο, είναι μία ιδιαίτερα κοστοβόρα διαδιακασία ειδικά για τα ελαιοτριβεία μικρής δυναμικότητας που δεν διαθέτουν ασφαλείς μεθόδους επεξεργασίας αποβλήτων.

Φλέγον ζήτημα τα ελαιουργικά απόβλητα

Τα υγρά απόβλητα των ελαιοτριβείων αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα ρύπανσης και για το λόγο αυτό η διαχείρισή τους έχει βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επιστημόνων, των τοπικών και κρατικών αρχών, αλλά και των τοπικών κοινωνιών. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των αποβλήτων των ελαιοτριβείων είναι το ιδιαίτερα υψηλό οργανικό φορτίο τους το οποίο δεν βιοαποδομείται εύκολα και η υψηλή περιεκτικότητά τους σε πολυφαινολικές ενώσεις, οι οποίες προκαλούν την εμφάνιση βιοτοξικών και φυτοτοξικών φαινομένων.

Η ανεξέλεγκτη διάθεση των αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες προκαλεί υποβάθμιση των φυσικών συστημάτων και επιβάρυνσή τους. Τα απόβλητα χαρακτηρίζονται από έντονα ιώδες-σκούρο καφέ έως μαύρο χρώμα, πολύ έντονη μυρωδιά, πολύ μεγάλο οργανικό φορτίο, τιμές pH μεταξύ 3 και 6, υψηλή ηλεκτρική αγωγιμότητα, μεγάλη συγκέντρωση πολυφαινολικών ενώσεων (από 0,5 έως 24g/l) και μεγάλη περιεκτικότητα σε στερεή ουσία.

Στη χώρα μας λειτουργούν χιλιάδες μονάδες μικρής και μεσαίας δυναμικότητας για την επεξεργασία του καρπού της ελιάς, που είναι διάσπαρτες και αυτό δυσκολεύει τη διαχείριση των αποβλήτων τους. Το σημαντικότερο κατάλοιπό τους είναι ο κατσίγαρος, του οποίου το απορριπτόμενο υδατικό διάλυμα υπολογίζεται ότι φτάνει τους 1,8 εκατ. τόνους τον χρόνο. Απομένουν, επίσης, περίπου 200.000 τόνοι στερεών υπολοίπων που διοχετεύονται, δυστυχώς, ανεξέλεγκτα σε ρέματα και ακαλλιέργητες εκτάσεις, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στο υπέδαφος. Ο ελαιοπυρήνας που καταλήγει σε μονάδες πυρηνελαιουργείων υπολογίζεται σε 18.000 τόνους.

Προτεινόμενες λύσεις και νομοθεσία

Το σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα των στερεών και υγρών αποβλήτων από τα ελαιουργεία έχει επιχειρήσει κατά καιρούς να αντιμετωπίσει το υπουργείο Περιβάλλοντος με διάφορες αποφάσεις του.

Με τις προωθούμενες ρυθμίσεις προβλέπεται η δημιουργία δεξαμενών για τον κατσίγερο, ώστε να αξιοποιούνται τα στερεά ιζήματα ως βελτιωτικό σε καλλιέργειες που βρίσκονται μακριά από υπόγεια νερά. Τα υπολείμματα του πυρήνα θα πηγαίνουν σε πυρηνελαιουργεία και θα αξιοποιούνται σε διάφορες χρήσεις, αφού υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία.

Στην περίπτωση των υγρών αποβλήτων των ελαιοτριβείων και στα πλαίσια της κυκλικής οικονομίας δρομολογείται ως εναλλακτική λύση η χρήση του κατσίγαρου ως λιπάσματος. Η λίπανση του εδάφους με κατσίγερο εφαρμόζεται εδώ και είκοσι χρόνια σε άλλες ελαιοπαραγωγές χώρες. Τα στερεά απόβλητα μπορούν να κατευθυνθούν στην παραγωγή προϊόντων ζωοτροφών για τις οποίες η χώρα μας δαπανά 2 δις για την εισαγωγή τους από άλλες χώρες.

Η πλειονότητα των ελαιουργείων που λειτουργούν στην Ελλάδα είναι φυγοκεντρικά τριών φάσεων που περιβαλλοντικά δεν είναι και ότι καλύτερο. Διατηρούνται επίσης μερικά πιεστικά παλαιού τύπου. Τα ελαιουργεία δύο φάσεων δεν έχουν διαδοθεί πολύ στη χώρα μας κυρίως λόγω του ημιστερεού αποβλήτου που παράγουν, το οποίο δεν είναι εύκολα επεξεργάσιμο στα πυρηνελαιουργεία. Εν τούτοις, την τελευταία πενταετία γίνεται μία προσπάθεια εξάπλωσης τους, κυρίως σε περιοχές της νότιας Πελοποννήσου και της Κρητης.

Η κύρια περιβαλλοντική παράμετρος που συνδέεται με τη λειτουργία των ελαιουργείων στην Ελλάδα, είναι τα παραγόμενα υγρά απόβλητα (κατσίγαρος). Ο  κατσίγαρος παράγεται από ελαιουργεία  που χρησιμοποιούν φυγοκεντρικούς διαχωριστήρες τριών φάσεων, τα οποία όπως προαναφέραμε είναι και τα πολυπληθέστερα στον ελλαδικό χώρο. Το στερεό υπόλειμμα (πυρηνόξυλο) της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να εκληφθεί ως χρήσιμο παραπροϊόν, αφού αποτελεί την πρώτη ύλη των πυρηνελαιουργείων.

Η υπάρχουσα νομοθεσία προβλέπει τη δημιουργία, δίπλα στα ελαιοτριβεία, δεξαμενών καθιζήσεως όπου πρέπει να οδηγείται ο κατσίγαρος για να «καθίσουν» τα πιο στερεά υπολείμματα και ταυτόχρονα να γίνεται εξουδετέρωση της οξύτητας με υδράσβεστο. Η απουσία ελέγχων και επιβολής κυρώσεων, εν ονόματι της  τοπικής οικονομικής ανάπτυξης και της ελαιοπαραγωγής, καθώς επίσης η ελαστική συνείδηση ή η αδιαφορία των τοπικών παραγόντων, επιτρέπουν την ανεξέλεγκτη απόρριψη των αποβλήτων στους φυσικούς αποδέκτες (ρέματα, χειμάρρους, ποταμούς, λίμνες, θάλασσα) με όλα τα ορατά και αόρατα αποτελέσματα.

Ρύπανση μέσω του καναλιού του αναβάλου

Στην Αργολίδα έχει παρατηρηθεί κατά καιρούς εκτεταμένη ρύπανση κυρίως στην περιοχή Κεφαλαρίου – Σκαφιδακίου – Μύλων που απειλεί όλο τον κάμπο.

Πιθανότατα πρόκειται και σε αυτή την περίπτωση για απόβλητα των ελαιοτριβείων αποτελούν ένα σημαντικό παράγοντα ρύπανσης.

Τέτοιου είδους απόβλητα είχαν ριχτεί κατά το παρελθόν από βυτίο στο κανάλι του Αναβάλου μεταξύ Σκαφιδακίου και Κεφαλαρίου καθώς και σε τάφρους της γύρω περιοχής με κίνδυνο να μεταφερθούν στον υπόγειο υδροφορεά ή μέσω των τάφρων στην θάλασσα.

Να σημειωθεί πως μια σταγόνα λαδιού αρκεί για να μολύνει πέντε κυβικά νερού.