ΆρθροΑρχείο

Αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά….

H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Συνθηματικοί ήχοι χτυπούν στο ξύλινο παράθυρο, πνιχτά λόγια φωνάζουν χωρίς ανάσες, χωρίς φωνήεντα. Ο πατέρας  σηκώνεται βιαστικά, ακούγονται οι γυμνές πατούσες να πηγαινοέρχονται από την βιβλιοθήκη στο μπάνιο. Μετά η μυρωδιά από καμένο χαρτί. Ο Βαγγέλης ξυπνά μέσα στις κάπνες. Βουβός με μάτια κατακόκκινα   βλέπει τον πατέρα του να καίει  στην μπανιέρα βιβλία και αποκόμματα εφημερίδων. Ακόμα και οι στάχτες έπρεπε να εξαφανιστούν. Βουβοί η μάνα και ο πατέρας πίνουν τον καφέ τους. Στο βλέμμα τους  η επερχόμενη απουσία, σιωπηλά πενθούσαν αγαπημένο νεκρό. Τα μάτια καρφωμένα στην μανταλωμένη πόρτα, μια ξύλινη βαλίτσα στα πόδια του πατέρα. Δυνατά  χτυπήματα από όπλα , ο πατέρα βουβός  σηκώνεται με την βαλίτσα στο χέρι, ούτε αγκαλιές ούτε τίποτα, μόνο τα βλέμματα αργά, υγρά και περήφανα. Οι αστυνομικοί δεν του πέρασαν χειροπέδες. Μόνο μια κουβέντα.
-Βαγγέλη να τους προσέχεις.
-Μπαμπ……
Πάντα με ένα μισοτελειωμένο μπαμπά ξυπνούσε μέσα στον ιδρώτα ο Βαγγέλης, μια αίσθηση εμετού στο λαρύγγι του και την  πνιγμένη του ανάσα. Χρειάζονταν  μερικά λεπτά για να συνέλθει. Έτρεμε ολόκληρος, δεν ήταν  ο Βαγγέλης των πενήντα χρόνων αλλά ένα αδύναμο παιδάκι μπροστά στην εξουσία των χωροφυλάκων,  έπαιρναν στην εξορία τον πατέρα του, Απρίλης του 67.
-Βαγγέλη πρόκειται για γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, κάτι η κακή διατροφή της εποχής μας κάτι το άγχος της καθημερινότητας, αρρώστια της εποχής μας.
-Εντάξει γιατρέ, αλλά γιατί να ξυπνάω πάντα με τον ίδιο εφιάλτη, ο πατέρας μου να φεύγει για εξορία και εγώ αδύναμος να μην μπορώ να αντιδράσω. Και πάντα η ίδια φράση, να τους προσέχεις.
-Εγώ ψυχίατρος δεν είμαι αλλά μια ερμηνεία που κάνω είναι ότι όταν είδες να φεύγει ο πατέρα σου ένοιωσες παρόμοια συμπτώματα με αυτά που σου προκαλεί η παλινδρόμηση. Κάθε φορά που έρχονται τα σωματικά συμπτώματα ξυπνά και η ψυχολογική μνήμη.
-Μπορεί να συμβαίνει και το ανάποδο γιατρέ; Μια φοβία που δεν μπόρεσα να  ξεπεράσω να μου προκαλεί σωματικά συμπτώματα;
-Ναι αλλά σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συμβουλευτείς ψυχίατρο.
-Δεν είμαστε για τέτοια, γράψε κάτι να πάρω και όλα καλά θα πάνε…. Έχω αργήσει και στην δουλειά.
Ο Βαγγέλης ήταν ηλεκτρολόγος στο θέατρο και είχε εξελιχθεί και σε τεχνικό φωτισμού. Στο θέατρο είχαν ετοιμάσει ένα οπτικοακουστικό αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη.  Φώτισε με μωβ και κόκκινα φώτα την σκηνή που περνούσαν τον δρόμο μια ομάδα εξόριστων  ενώ ακούγονταν τα λόγια του συγγραφέα με την φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
Αρνιέμαι, αρνιέμαι,  αρνιέμαι οι άλλοι να βαστάνε τα σκοινιά**
αρνιέμαι να με κάνουν  ό,τι  θένε αρνιέμαι να πνιγώ στην καταχνιά.

Πάλι ένιωσε την πνιχτή αναγούλα να του κόβει την ανάσα, του φάνηκε ότι ανάμεσα στους διαδηλωτές ηθοποιούς αυτός με την ξύλινη βαλίτσα της εξορίας είχε το σουλούπι του πατέρα του. Τον  έπιασε ένα τρέμουλο από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Τον επανέφεραν στην πραγματικότητα οι φωνές του σκηνοθέτη.  Ξέχασε να πάρει τα φάρμακα του. Το άλλο πρωί ξύπνησε πάλι  με τον ίδιο εφιάλτη αλλά και έντονες φωνές έξω από το παράθυρο του.
-Είναι απάνθρωπο αυτό που κάνετε, λίγο υπομονή σας είπα , δεν έχω να πληρώσω το χαράτσι. Ή τα φάρμακα θα πάρω ή θα πληρώσω την ΔΕΗ, έλεος.
Την γνώριζε αυτή την  φωνή η κυρά Γεωργία , η γυναίκα προστάτης τους τα δύσκολα χρόνια που  έλειπε εξορία ο πατέρας του. Ήταν η «γιαγιά» φύλακας της οικογένειας. Μια δυναμική γυναίκα με αξιοπρέπεια και περηφάνια. Δεν του είπε ότι είχε δυσκολίες. Άνοιξε το παράθυρο και είδε υπαλλήλους ιδιωτικής εταιρείας να αποσυνδέουν από την κολόνα της ΔΕΗ  την παροχή ρεύματος της γιαγιούλας. Λίγο πιο κάτω νεαροί ανεβασμένοι σε σκάλες κολλούσαν αφίσες. Με μιας βρέθηκε κάτω με την ζώνη  των εργαλείων περασμένη στην μέση του.
 -Βαγγέλη μου καλημέρα, (η γιαγιά τον είδε θυμωμένο). Μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά!
Από το αυτοκίνητο τον νεαρών ακούγονταν  εκείνο το τραγούδι, πάλι ξύπνησαν μνήμες  και πνιγμένες ανάσες.
-Αρνιέμαι, αρνιέμαι, αρνιέμαι, να είσαι συ και να μην είμαι εγώ
που τη δική μου μοίρα διαφεντεύεις, με τη δική μου γη και το νερό.

-Παλικάρια ( φώναξε στους νεαρούς αφισοκολλητές) θέλω την σκάλα σας για λίγο  και τους έδειξε την κολόνα κοντά στο σπίτι της γιαγιάς, εκείνοι κατάλαβαν).
– Μα τι κάνετε κύριε, αυτό είναι παράνομο. ( Του είπε ο υπάλληλος της ιδιωτικής εταιρείας. Ο Βαγγέλης πάνω στην σκάλα με επιδέξιες κινήσεις είχε ξεκινήσει την διαδικασία επανασύνδεσης ρεύματος στο σπίτι της γιαγιάς. )
-Άκου φίλε, εσύ την έκανες την δουλειά σου και θα πάρεις άξια το μεροκάματο σου, αν θες πάρε και τον μετρητή για λάφυρο να τον δείξεις στα αφεντικά σου (τα χέρια του έσφιγγαν με θυμό το κατσαβίδι και το σφυρί που κρατούσε, οι υπάλληλοι της ιδιωτικής εταιρείας πήραν το μήνυμα και έφυγαν. Εξ άλλου είχαν ολοκληρώσει την δουλειά τους.)
-Κυρά Γεωργία σου αξίζει και λίγο τζάμπα ρεύμα στα γεράματα. Για πήγαινε μέσα να δεις δουλεύουν όλα;
Ένα συνθηματικό άνοιξε- κλείσε της εξωτερικής λάμπας σήμανε την επιστροφή του ρεύματος στο σπίτι της γιαγιάς.
-Τι ώρα είναι η πορεία σήμερα;
-Εξι το απόγευμα.
Το απόγευμα ο Βαγγέλης βρέθηκε στης πρώτες θέσεις της πορείας . Από τα  μεγάφωνα ξανά το τραγούδι, ξανά πνιχτές ανάσες μνήμες.
Αρνιέμαι , αρνιέμαι,  αρνιέμαι, να βλέπω πια το δρόμο μου κλειστό
αρνιέμαι να `χω σκέψη που σωπαίνει, να περιμένει μάταια τον καιρό.

Τώρα η ανάσα του πνιγόταν και από τα δακρυγόνα, δεν θυμάται και πολλά πράγματα, απόκτησε επαφή με την πραγματικότητα μέσα στο κρατητήριο. Ήταν κατηγορούμενος για αντίσταση κατά της αρχής. Οι δύο μέρες που έμεινε στο κρατητήριο ήταν σαν να τον έριξαν στο πηγάδι με τους εφιάλτες. Στην οθόνη του μυαλού του έπαιζαν ακατάπαυστα μνήμες από την παιδική του ηλικία. Και ένας κόμπος να του πνίγει τον λαιμό.  Ένοιωθε τον τρόμο και τις εικόνες που δεν  μπορούσε να ελέγξει να τον παραλύουν. Φαινομενικά γύρισε στην δουλειά του και στην γειτονιά του αλλά οι φοβίες του είχαν γίνει κυρίαρχο στοιχείο στην ζωή του. Άκουγε τα χτυπήματα στην πόρτα από τα όπλα, μύριζε την μυρωδιά από τα καμένα βιβλία του πατέρα του τον άκουγε να λέει, να τους προσέχεις ,
Ακόμα και οι κυρά Γεωργία που τον περίμενε κάθε πρωί για να του πει μια καλημέρα και να του δώσει ένα κουλουράκι του ξύπναγε τις μνήμες της παιδικής του ηλικίας.
-Βαγγέλη μου, δεν σε βλέπω καλά, τι έχεις πάθει;
-Τίποτα κυρά Γεωργία, η κούραση των ημερών.
Οι φοβίες και τρόμος όμως έγιναν πανικός όταν κάτω από την πόρτα τον περίμενε ο φάκελος για να παραστεί στην δίκη. Όταν τον άνοιξε το μυαλό του έπαψε να λειτουργεί λογικά , ακατάσχετες εικόνες τρόμου, φόβου και αδιέξοδου τον κατέκλισαν. Με ένα χαμόγελο στα χείλη έκανε τον γύρω της γειτονιάς του.  Δεν ήταν πια ο ίδιος, ένα κυνηγημένο ζώο είχε βγει μέσα του. Δεν όριζε αυτός της πράξεις του. Πήγε στην βιβλιοθήκη πήρε όλα τα πολιτικά βιβλία, πήγε στο μπάνιο και άρχισε να τα καίει. Σαν σκιά του φάνηκε ότι δίπλα του ήταν και ο θλιμμένος  πατέρας του. Αυτός τώρα θεατής στο κάψιμο των βιβλίων του γιού του.  Η κυρά Γεωργία τον περίμενε με το κουλουράκι της καλημέρα στην πόρτα της.  Μύρισε το κάψιμο των βιβλίων και χωρίς να ξέρει γιατί πήγε και χτύπησε το κουδούνι του . Ο ήχος του κουδουνιού  σήμανε συναγερμό στο μυαλό του Βαγγέλη, στρατιώτες με όπλα βαρούσαν την πόρτα για να τον συλλάβουν . Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και έφυγε για την ταράτσα. Πέταξε από τον τέταρτο όροφο τις ανεξέλεγκτες φοβίες και προσγείωσε το διαλυμένο του σώμα στην άσφαλτο. Έπεσε δίπλα στην κολόνα από την οποία έκανε επανασύνδεση στο σπίτι της κυρά Γεωργίας.
 

*Η ιστορία είναι σχεδόν όλη φανταστική εκτός από την αυτοκτονία. Αρχές Φλεβάρη έλαβα  το παρακάτω μήνυμα : “Σήμερα το πρωί ο σύντροφος Βαγγέλης Σταμούλιας, ετών 33, έβαλε τέλος στη ζωή του. Το προηγούμενο βράδυ έκαψε όλα τα πολιτικά του βιβλία και το πρωί πήδηξε από τον 4ο όροφο χωρίς να μπορεί κανείς να το αποτρέψει. Ο Βαγγέλης είχε συλληφθεί στην πανεργατική απεργία στις 23 Φλεβάρη 2011 (ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΝΤΕΟ) και εκκρεμούσε δίωξη σε βάρος του, κάτι το οποίο τροφοδοτούσε τις φοβίες του.
Ο Βαγγέλης ήταν ενεργό μέλος της Λαϊκής Συνέλευσης Αιγάλεω και
ως ηλεκτρολόγος είχε πρωτοστατήσει στις επανασυνδέσεις ρεύματος σε σπίτια ανθρώπων που δεν είχαν να πληρώσουν. Η κηδεία του Βαγγέλη θα γίνει Τετάρτη 30 Γενάρη στις 4μμ στο νεκροταφείο του Βύρωνα. Ο Βαγγέλης δεν θα φύγει μόνος…” 
Το όνομα και η δράση του Βαγγέλη ήταν εντελώς άγνωστα για μένα όχι όμως και οι φόβοι και οι αιτίες μια τρομο- κρατικής πραγματικότητας που μας επιβάλλουν μέρα με την ημέρα. Κάποιοι, εμείς, προς το παρόν αντέχουμε κάποιοι άλλοι όχι. Θύματα τρομο- κρατικών ενεργειών που δεν πουλάνε στα δελτία ειδήσεων…..
 
**ΑΡΝΙΕΜΑΙ: στίχοι Ιάκωβος Καμπανέλης, μουσική Μίκης Θεοδωράκης , τραγούδι Βασίλης Παπακωνσταντίνου.