ΆρθροΑρχείο

Ας μιλήσουμε για καλλιέργεια (ΙΙ)

Κάποτε, στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Αμερικής (που κάποτε λεγόταν Πλατεία Αγάμων, αλλά για να δείξουμε την αφοσίωσή μας στους υπερατλαντικούς μας σύμμαχους, την μετονομάσαμε σε Πλ. Αμερικής,) υπήρχε ένας κινηματογράφος, το «Studio», που όλο ταινίες κουλτούρας παρουσίαζε. Είχα την ατυχία να μένω τότε δυο βήματα απ’ τον εν λόγω κινηματογράφο και να έχω μια γυναίκα που ξεχείλιζε από κουλτούρα. Όταν λοιπόν μαζευόταν η παρέα κι αποφασίζαμε να πάμε κινηματογράφο, τους έπειθε όλους να πάμε στο Studio, για να πληρώσουμε την είσοδο και να μην καταλάβουμε τίποτα απ’ όσα διαδραματίζονταν στο πανί. Τι ανωμαλία κι αυτή! Ευτυχώς, δίπλα σχεδόν απ’ τον κινηματογράφο ήταν ένα καφενείο και για ’κεί πήγαινα εγώ, όταν οι άλλοι πήγαιναν να κουλτουριαστούνε. Έπαιζα κάνα τάβλι, τσέπωνα κάνα-δυο κατοστάρικα κι ο καφές κερασμένος και έρχονταν να με πάρουν, να πάμε για φαΐ, όπου μου έσπαζαν τα νεύρα εκθειάζοντας την ταινία που είχαν δει, για την οποίαν, εγώ που δεν την είχα δει, δεν μπορούσα να πω τίποτα και όλο μάσαγα. Δεν τους έκοβε να καταλάβουν ότι, όταν τρώμε ρεφενέ, δεν τους συμφέρει να μην μιλάω εγώ.

 

Κάποτε όμως αποφάσισα να τους αποδείξω ότι αηδίες είχαν δει και τους μαζεύω στο σπίτι της γυναίκας μου, που είχε όλα τα χρειαζούμενα, τηλεόραση και βίντεο, δηλαδή, αφού πρώτα ρώτησα να μου πουν τι ταινία είχαν δει και περνώντας απ’ το βιντεοκλαμπ της γειτονιάς, πήρα μια κασέτα με την εν λόγω ταινία. Στο σπίτι παίξαμε την κασέτα και είδαμε την ταινία, ακόμη και εγώ, που θυσίασα τον ύπνο μου, χωρίς να πιάσω το νόημα του σκηνοθέτη. Μετά τους πήρα έναν-έναν στο διπλανό δωμάτιο και ζήτησα να μου πουν τι είχαν καταλάβει. Άρες μάρες κουκουνάρες είχαν καταλάβει. Άλλα μου έλεγε ο ένας, άλλα μου έλεγε ο άλλος, οι δε γυναίκες ειδικά ήταν άσ’ τα να πάν’ κατ’ ανέμου. Κουφάθηκα! Τελικά τους είπα ότι είχαν καταλάβει λιγότερα κι από μένα, που δεν είχα καταλάβει τίποτα. Έτσι σταμάτησαν να μ’ ενοχλούν με τις σουρεαλιστικές ταινίες και βρήκα την ησυχία μου.

 

Χρόνια πριν, μια κουλτουριάρα φίλη μου με πήγε πάλι στο «Studio» να δούμε την ταινία: «Αγγίρε, η μάστιξ του θεού», ή κάπως έτσι τέλος πάντων. Τότε οι κινηματογράφοι έκαναν και διάλειμμα και δεν μας έβγαζαν έξω μετά το τέλος της παράστασης. Όποια ώρα θέλαμε μπαίναμε, όποτε θέλαμε βγαίναμε. Αφού κοιμήθηκα την πρώτη ώρα, όταν άναψαν τα φώτα κι έκανε διάλειμμα, λέω: «Μείνε εσύ να κρατάς τις θέσεις, εγώ πάω για τσιγάρο» κι έφυγα. Μόλις άκουσα τα καμπανάκια να χτυπάνε, ξαναμπήκα μέσα και κοιμήθηκα άλλη μια ώρα. Όταν η ταινία τελείωσε, σηκώθηκε η δικιά μου και είπε: «Τελείωσε, πάμε!» Εγώ της λέω ψύχραιμα: «Μου άρεσε τόσο πολύ που θα το ξαναδούμε. Κάτσε να φυλάς τις θέσεις, πάω για τσιγάρο» και, αφήνοντας την σύξυλη, βγήκα. Αφού ξαναείδε την αηδία μια ακόμη φορά… –εγώ κοιμόμουνα τον ύπνο του δικαίου και δεν είδα τίποτα,– υποτάχτηκε και δεν ξαναδιάλεξε ταινία. Όλο σε κάτι καουμπόικα, αστυνομικά και πολεμικά την πήγαινα. Πράγματα που καταλαβαίνω, δηλαδή. Απ’ τον Αγγίρε τι να καταλάβω;

 

Καταλαβαίνω βεβαίως ότι υπάρχει κι ο σουρεαλισμός, που είναι ελαφρώς ακαταλαβίστικος, αλλά, αν είναι τελείως ακαταλαβίστικος, καλύτερα να μην υπάρχει καθόλου. Επίσης καταλαβαίνω ότι οι δημιουργοί, –όχι όλοι, οι περισσότεροι– δημιουργούν για να εκφράσουν τον εαυτό τους. Εν τάξει, αλλά να σε καταλαβαίνω κι εγώ, βρε παιδί μου, γιατί αν έχουν κοπεί οι γέφυρες επικοινωνίας… α, ρε κατακαημένη τέχνη! Δεν μπορώ να παραδεχτώ αυτό που μου λένε καμιά φορά, ότι για να καταλάβω την μοντέρνα τέχνη, πρέπει να ξέρω την ζωή και τα βιώματα του δημιουργού. «Ρε παιδιά,» απαντώ εγώ, «ένα θεατρικό έργο, μια ταινία πήγα να παρακολουθήσω, μια έκθεση ζωγραφικής, ή ο,τι άλλο πήγα να δω. Όχι να σπουδάσω ανθρωποκοινωνιολογία!» Φαντάσου λέει να παρακολουθούμε «Οιδίποδα Τύραννο» και τα νοήματα του Σοφοκλή να μην είναι τόσο σαφή κι άντε να βρεις τα βιώματα του δημιουργού μετά από τόσες χιλιετίες. Τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Οιδίπους δεν νυμφεύτηκε την μάνα του, αλλά μια γειτονοπούλα, που έμενε κοντά στο παλάτι κι άντε να καταλάβουμε εμείς, οι δυστυχείς θεατές, γιατί έγινε τόσος χαμός μετά. Η τραγωδία θα είχε γίνει κωμωδία, όχι ότι η κωμωδία δεν είναι καλή, αλλά δεν θα ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελε να μας δώσει ο ποιητής. Λίγη σαφήνεια λοιπόν δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.

 

Για να καταλάβετε τι λέω εδώ πέρα απ’ τη Δευτέρα θα σας δώσω ένα κειμενάκι κάποιου… ελληνόπληκτου θρήσκου χριστιανού, που είναι να τραβάς τα μαλλιά σου –για να μην πω τίποτ’ άλλο κι έχω γκρίνιες πάλι:

«Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως «ζώο θεούμενο», μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του…

Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης».

 

Δεν ξέρω τι καταλάβατε. Εν τάξει, ας το ομολογήσω: Ούτε εγώ κατάλαβα τίποτα! Τα έχει κάνει όλα μια ρούσικη σαλάτα, με αποτέλεσμα να σκοτώσει το νόημα όσων ήθελε να πει, –αν υπήρχε νόημα εξ αρχής– και το σπουδαιότερο να σκοτώσει άγρια την γλώσσα μας και να μεταλαμπαδεύσει στους νέους μας ότι, αν λένε τέτοιου είδους μαλακίες, θα τους σέβονται και θα τους παραδέχονται όλοι (οι… φελλοί).

 

Θα ήθελα να τονίσω ότι δεν έχω τίποτα εναντίον της κουλτούρας. Με τους αμόρφωτους ψευτοκουλτουριάρηδες τα έχω, γιατί αυτοί, έχοντας ακράτεια λόγου, μιλούν περισσότερο απ’ όσο ακούν, γράφουν περισσότερο απ’ όσο σκέπτονται, δεν περνούν τις πληροφορίες απ’ το κόσκινο της κρίσης, –ίσως γιατί δεν έχουν κρίση,– και προσποιούνται ότι τα ξέρουν όλα κι έχουν βαρύνουσα γνώμη επί παντός επιστητού. Ε, αυτοί με εκνευρίζουν και φεύγω, γιατί δεν θέλω να χαλάσω πολύ-πολύ την ζαχαρένια μου, ούτε θα καθίσω εγώ ν’ αδειάσω το κεφάλι το δικό μου, για να γεμίσω τα δικά τους. Είναι ευτυχισμένοι μέσα στην πλάνη τους, στην άγνοιά τους και στην ψευδοκουλτούρα τους! Γιατί να τους το χαλάσω;

ο θείος Τάκης (Παναγιώτης Περράκης)

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά.   Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

Και

Του POPEYE bistro, Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.

Και στα δύο αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου! Αυτό το τελευταίο σημαίνει (για όσους δεν μπορούν να καταλαβαίνουν ελληνικά,)  ότι οι χορηγοί  μπορεί και να μην συμφωνούν με το θέμα ή με την ανάπτυξή του, δημοκρατικά σκεπτόμενοι όμως, δεν επεμβαίνουν.

 

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.