ΆρθροΑρχείο

Η πλειοδοσία , η μπέσα και ο διευθύνων νταβατζής

Του Βασίλη Καπετάνιου
 
Το Μεγάλο Χωριό ήταν το κρυφό διαμάντι της περιοχής. Ευλογημένο από την φύση με ελαιώνες που κατέβαιναν μέχρι την θάλασσα. Τέσσερις παραλίες, απλωμένα μισοφέγγαρα έδεναν τον τόπο, ένα φυσικό δαχτυλίδι θάλασσας και βουνού από την μια μέχρι την άλλη άκρη. Οι κάτοικοι ήταν κυρίως αγρότες και ψαράδες, ο τουρισμός ήταν μια έξτρα δραστηριότητα την οποία δεν επεδίωξαν, ήρθε από μόνη της. Το χωριό είχε φανατικούς φίλους, αλλά οι κάτοικοι κατευθυνόμενοι από μια αρχέγονη αυτοεπιβεβαιωτική  συλλογική εμμονή δεν πουλούσαν γη σε ξένους, είτε Έλληνες είτε αλλοδαπούς. Ένας Γερμανός τουρίστας, θέλησε κάποτε να αγοράσει σε αστρονομική τιμή ένα μισογκρεμισμένο μύλο και κόντεψαν να τον λιντσάρουν.  Το κακό οδικό δίκτυο τους προφύλασσε και από τους αμέτρητους επισκέπτες αλλά οι παραλίες το καλοκαίρι ήταν πάντα γεμάτες.
Για το θέμα της εκμετάλλευσης  των παραλιών ακολούθησαν το άγραφο κοινοτικό δίκαιο. Κάθε οικογένεια που είχε τα χωράφια στην πλευρά της κάθε παραλίας έπαιρνε και το αυτονόητο δικαίωμα να στήσει ομπρέλες, ξαπλώστρες και το αυτοσχέδιο καφενείο που συμπεριλάμβανε άτυπα και μπαρ και ταβέρνα.
Όλα κυλούσαν όμορφα και ομαλά, μέχρι που μπήκε στην μέση το κράτος. Οι τέσσερις φαμίλιες έλαβαν επιστολή ότι για να εκμεταλλεύονται την γη τους έπρεπε να γίνει διαγωνισμός και μετά να δοθεί στον καθένα η παραλία που του ανήκει πάππου προς πάππου. Ο κυρ Γιώργης, ο ένας από τους τέσσερις φαμελίτες κάλεσε τους άλλους τρεις στο σπίτι του.
-Λοιπόν συγχωριανοί αυτό το χαρτί εμένα δεν μου φαίνεται για καλό. Να πάμε να κάνουμε τι;  Να πάω να δώσω παραπάνω λεφτά για να πάρω την παραλία κάτω από τα χωράφια του Μηνά, του Θανάση και του Κώστα; ( Οι άλλοι τρεις κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους.)
-Αν είναι να δώσω κάτι στο κράτος για την παραλία κάτω από τους ελαιώνες μου το καταλαβαίνω, να μπει όμως ξένος στην γη μου θα μου κακοφανεί πολύ. Δεν ξέρω τι θα κάνω. (Είπε ο Μηνάς, με τα μάτια συμφωνούσαν και οι άλλοι.)
-Νομίζω ότι υπάρχει λύση, αρκεί να λειτουργήσουμε μονοιασμένοι και να κρατήσουμε την μπέσα μας. ( Είπε ο κυρ Γιώργης.)
-Για λέγε! ( Είπε ο Μηνάς.)
-Θα πάμε εμείς οι τέσσερις να κάνουμε  αυτά που θέλουν αλλά κανένας δεν θα «χτυπήσει» την παραλία του άλλου και κανένας δεν θα δώσει παραπάνω λεφτά από ότι δίνει ο καθένας για την δική του. Εγώ πάνω από χίλια ευρώ δεν δίνω.
-Και πολλά τους είναι! (Είπε με ενθουσιασμό ο Μηνάς.)
Οι τέσσερις φαμελίτες έδωσαν τα χέρια και κράτησαν μπέσα. Στην Μεγάλη Πόλη είχε γίνει σχεδόν εθιμική η διαδικασία να κατεβαίνουν και οι τέσσερις μαζί και ο καθένας με χίλια ευρώ το χρόνο να κατοχυρώνει την παραλία του για ένα χρόνο.
Τα χρόνια κυλούσαν ομαλά και ήρεμα μέχρι που γύρισε από τις σπουδές στα οικονομικά ο γιος του κυρ Γιώργη.
-Πατέρα πρέπει να μπούμε σε ευρωπαϊκά προγράμματα, να φτιάξουμε κάμπινγκ και ξενοδοχεία στις παραλίες μας.
-Και γιατί να το κάνουμε αυτό παιδάκι μου;
-Για να βγάλουμε παραπάνω χρήματα.
-Τι να τα κάνουμε ; Καλά δεν περνάμε με αυτά που βγάζουμε. Τι τον θέλουμε εμείς τον πολύ τουρισμό; Θες να χαλάσουμε τους ελαιώνες αιώνων για να κάνουμε  δωμάτια και κάμπινγκ; Ακόμα και αν έρθει ο πολύς πλούτος που λες, διχόνοια θα φέρει στο τέλος.
-Πατέρα πρέπει να κοιτάμε μπροστά, ακόμα και τις παραλίες των άλλων έπρεπε να χτυπήσουμε.
-Τι είπες αθεόφοβε, η μπέσα είναι μπέσα. Τόσα χρόνια ζούμε μονιασμένοι, θα μας χωρίσει η ανάπτυξη και ο τουρισμός σου; ( Ο κυρ Γιώργης χτύπησε με δύναμη την μαγκούρα του στο πάτωμα.) Όσο ζω εγώ τέτοιο πράγμα δεν θα γίνει.
-Εγώ πατέρα θα κατέβω στην Πόλη να το κουβεντιάσω το θέμα.
-Πήγαινε όπου θες, εμείς σε τούτο τον τόπο θα μείνουμε ενωμένοι και συμφωνημένοι, όπως όταν δώσαμε τα χέρια πριν από χρόνια.
Ο νεαρός οικονομολόγος όμως δεν κρατιόταν, ακολουθώντας την αρχαιοελληνική κληρονομιά της πατροκτονίας κατέβηκε στην Πόλη, πήγε στην εταιρεία επιδοτήσεων. Ο διευθύνων σύμβουλος είχε  μια χαρακτηριστική «ελιά» στο αριστερό μάγουλο. Φορούσε πάντα μαύρα γυαλιά, γιατί αλλιώς τα κόκκινα μάτια του θα μαρτυρούσαν τις ολονύκτιες επιδόσεις του, σε «δημόσιες σχέσεις» στην παραλιακή των σκυλάδικων. Από τις πρώτες κουβέντες ο διευθύνων κατάλαβε ότι μπροστά του είχε μια μεγάλη ευκαιρία. Μια ευκαιρία που ήταν μπροστά του τόσο καιρό και δεν το είχε πάρει είδηση. Μπήκε στο διαδίκτυο και είδε τον απίστευτης ομορφιάς τόπο.  Η εμμονή των ντόπιων να μην πουλούν την γη τους αλλά και να μην  θέλουν τίποτα παραπάνω από όσα είχαν είχε κάνει το Μεγάλο Χωριό αόρατο στα αρπακτικά της «ανάπτυξης» και της λαμογιάς. Ο νεαρός οικονομολόγος  είχε  καλές προθέσεις κατά βάθος αλλά  εξ αιτίας του έσπασε το  αόρατο δίχτυ προστασίας.
-Λοιπόν νεαρέ μου έχεις απόλυτο δίκιο, ο τόπος αυτός πρέπει να μπει στα αναπτυξιακά προγράμματα. Έκανες πολύ καλά που ήρθες και με βρήκες. Θα μελετήσω όλα τα δεδομένα και θα σε ειδοποιήσω πως μπορούμε να οργανώσουμε φακέλους για επιδοτήσεις.
-Σας ευχαριστώ πολύ κύριε.
Δεν πρόλαβε να περάσει την πόρτα ο γιος του κυρ Γιώργη και ο διευθύνων σύμβουλος σήμανε συναγερμό στο γραφείο.
-Μα κανένας σας δεν ήξερε το Μεγάλο Χωριό; (Όλοι οι βασικοί συνεργάτες κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους.) Είναι μοναδική ευκαιρία μοναδική, ετοιμάστε γρήγορα φακέλους για τις παραλίες, θα χτυπήσουμε και τις τέσσερις, επίσης από χθες πρέπει να γίνει παρουσίαση στο διαδίκτυο του μοναδικού τοπίου. Πότε είναι  οι διαγωνισμοί για τις παραλίες;
-Σε δέκα μέρες.
Πράγματι σε δέκα μέρες γινόταν οι πλειοδοσίες για τις τέσσερις παραλίες. Παππούδες πλέον οι τέσσερις φαμελίτες πήγαν να επαναλάβουν άλλη μια φορά την τυπική διαδικασία. Πρόσεξαν όμως ότι μέσα στην αίθουσα υπήρχε και ένας άλλος, κουστουμάτος και με μαύρα γυαλιά στα μάτια του. Ήταν μεγάλη η έκπληξη τους όταν τον είδαν να σηκώνει το χέρι στην πρώτη πλειοδοσία.
-Χίλια ευρώ ( είπε ο κυρ Γιώργης).
-Πέντε χιλιάδες ( είπε ο άγνωστος, και ο κυρ Γιώργης νόμισε ότι του ήρθαν κατά ριπάς χιλιάδες χαστούκια, πείσμωσε).
-Έξι χιλιάδες ( φώναξε ο κυρ Γιώργης).
-Είκοσι χιλιάδες. (Είπε ο άγνωστος.)
Η μάχη έληξε, οι άλλοι τρεις απλά άκουσαν για άλλη μια φορά τις είκοσι χιλιάδες ως τελειωτικό χτύπημα. Ήταν πολύ μεγάλο το ποσό για τα δεδομένα τους, αιφνιδιάστηκαν και παραδόθηκαν. Δεν είχαν επιλογές πούλησαν και τον εξοπλισμό τους για πενταροδεκάρες.  Εκείνη την χρονιά έγινε πραγματικό διαρκές καλοκαιρινό πανηγύρι στο Μεγάλο Χωριό. Κατά κύματα έφτασαν οι τουρίστες.
-Στα έλεγα εγώ πατέρα, αλλά που να καταλάβεις. Ορίστε κάποιος άλλος μας πρόλαβε. Εκεί εσύ, να μην χαλάσεις τις σχέσεις σου με τους άλλους.
-Δεν πειράζει που χάσαμε, λέμε την καλημέρα μας στο καφενείο. Έχουμε τα χωράφια μας και την θάλασσα μας. Όρεξη για δουλειά να έχουμε. Ένα μόνο δεν μάθαμε, από που ήρθε ετούτος ο λεφτάς;
-Καλά δεν είπε το όνομα του;
-Μπορεί και να το είπε αλλά από την ταραχή μας δεν καταλάβαμε τίποτα. Είχε όμως ένα χαρακτηριστικό σπυρί στο πρόσωπο και φορούσε μαύρα γυαλιά μέσα στην αίθουσα.
-Τι είπες πατέρα;
-Τον ξέρεις ;
Ο Γιώργης δεν είπε τίποτα, έφυγε αμέσως για την Πόλη. Πήγε στα γραφεία της εταιρείας επιδοτήσεων.  Δεν ρώτησε πολλά πήγε κατ ευθείαν στο γραφείο του διευθύνων.
-Αυτή ήταν η ενημέρωση που θα μου έκανες;
-Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε κύριε;
-Δεν είπες ότι θα έμπαινε ο τόπος μου σε προγράμματα επιδοτήσεων;
-Μα και βέβαια, μπήκε!
-Και πως δεν το μάθαμε εμείς;
-Δεν χρειάστηκε γιατί επιδοτήθηκε η αναπτυξιακή εταιρεία μου, έχω τέσσερις όμορφες παραλίες να διαχειριστώ. Είδατε τι κόσμος έρχεται στον τόπο σας πια… αλλά αν θέλετε του χρόνου μπορώ να σας δώσω πίσω τις παραλίες σας.
-Πως θα γίνει αυτό;
-Αν ο καθένας σας μου δίνει δέκα πέντε χιλιάδες ευρώ το χρόνο, (και έκανε την χαρακτηριστική κίνηση υπονοώντας κάτω από το τραπέζι )  εγώ δεν θα χτυπήσω καμία παραλία και εγγυώμαι ότι ούτε κανένας άλλος θα τολμήσει να το κάνει, γιατί θα  παρέμβω…. Βάλε τα λογιστικά κάτω και θα δεις ότι συμφέρει. Αλλά ένα πράγμα ότι πούμε συμβόλαιο, η μπέσα είναι μπέσα.
-Μάλιστα η μπέσα είναι μπέσα….. (είπε ο νεαρός οικονομολόγος και αποχώρησε…..)
Το μεγάλο χωριό μπήκε στο δρόμο της «ανάπτυξης» , έδιναν κεφαλικό φόρο στον σύμβουλο  για να διαχειριστούν τις παραλίες τους, οι αιωνόβιοι  ελαιώνες έγιναν κάμπινγκ ή ρούμς του λετ, τα καϊκια τα έσπασαν για ένα άλλο «αναπτυξιακό σχέδιο.
Άρχισαν και οι πωλήσεις κατοικιών μύλων ακόμα και κοτετσιών…
Το Μεγάλο Χωριό από κοινότητα περήφανων, αυταρκών χωρικών έγινε υποκατάστημα της αναπτυξιακής του διευθύνοντα συμβούλου…. κρατώντας με μπέσα τις συμφωνίες που τους επέβαλε….