ΠολιτισμόςΑρχείο

Οι εμπειρίες ενός δημοσιογράφου του Guardian στην Πελοπόννησο

Ο δημοσιογράφος του Guardian Κέβιν Ράσμπι κάνει τακτικά τις διακοπές του στη χώρα μας. Και σε ένα άρθρο με τίτλο «Μη φοβάστε, η αληθινή Ελλάδα υπάρχει ακόμη», εξηγεί γιατί θα το πράξει και φέτος, απαντώντας σε όλα τα επιχειρήματα εκείνων που ανησυχούν.

«Ο,τι κι αν συμβεί, θα πάω στην Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι. Κάποτε αυτό δεν θα ακουγόταν ως πολιτική δήλωση, αλλά σήμερα έτσι είναι. Παρόλα αυτά, θα πάω στην Ελλάδα για τους ίδιους παλιούς λόγους που πάντα το έκανα: το θερμό αεράκι από τη θάλασσα μέχρι τον Οκτώβριο, τα ίχνη της αρχαίας κληρονομιάς, τον απλό τρόπο ζωής και για να προσπαθήσω, μία ακόμη φορά, να πείσω τον εαυτό μου ότι η ρετσίνα έχει καλή γεύση. Και τι θα ήταν πιο απλό από το να βάλετε τα λεφτά και την πίστη σας σε ένα μέρος που γνωρίζετε και αγαπάτε;

Πριν τρία χρόνια, όταν η Ελλάδα ήταν σε μία από τις συχνές «αυτό είναι το τέλος των πάντων» στιγμές- καθόμουν σε ένα τραπέζι σε παραλία στην Πελοπόννησο. Ο εστιάτορας το είχε μεταφέρει εκεί -«Επειδή θα σου αρέσει»- και μετά κάθισε και άρχισε να βάζει κρασί στα ποτήρια. Υπήρχαν Ελληνες φίλοι μαζί μου. Δεν ήξερα κανέναν τους πάνω από 24 ώρες. Το τραπέζι φαινόταν σαν να ασκεί μία βαρυτική έλξη, τραβώντας κόσμο, με όλους να μιλούν για το αν θα έρχονταν οι τουρίστες και το αν θα «επιβιώσουν» τα εισοδήματά τους. Αλλά, μετά από λίγο, άρχισε το γέλιο και με κάποιο τρόπο η οικονομική κρίση «εξατμίστηκε» και κανείς δεν την ανέφερε ξανά.

Η ψαριά κάποιου εξετάστηκε και μία γελοία ποσότητα κατέληξε στη σχάρα. Εφτασε περισσότερο κρασί, προστέθηκε ένα ακόμη τραπέζι. Το πάρτι μεγάλωσε. Για ανθρώπους που αγωνιούν για το οικονομικό μέλλον τους, σκέφτηκα ότι έδειχναν μία αξιοσημείωτη ικανότητα για άγριο γλέντι. Ισως ήταν μία παγανιστική δεισιδαιμονία, να ξεγελάσουν τους Θεούς της ζοφερής λιτότητας. Μου άρεσε αυτό. Δεν ήθελα να τελειώσει το βράδυ.

Στα φυσιολογικά χρόνια, περίπου δύο εκατομμύρια Βρετανοί επισκέπτονται την Ελλάδα, συνεισφέροντας στο 18% του ΑΕΠ που αποτελεί η τουριστική βιομηχανία. Για πολλές περιοχές, είναι η μόνη βιομηχανία με αξία. Ολοι αυτοί οι ανεξάρτητοι ξενώνες και τα ξενοδοχεία χρειάζονται τους επισκέπτες. Χωρίς αυτούς, η Ελλάδα που ξέρουμε και αγαπάμε θα εξαφανιστεί. Οχι εξαιτίας κάποιου τραπεζικού υπερδανεισμού που θα διογκωθεί, αλλά επειδή τα δικά σας λεφτά δεν θα φτάνουν στους σωστούς ανθρώπους. Είναι το ίδιο όσο κάθε αξιόλογος τρόπος διάθεσης των μετρητών σας που περισσεύουν: η αφρικανική φύση τα χρειάζεται, όπως και το τροπικό δάσος και τα οικοσυστήματα του Αμαζονίου, όπως αυτός ο βετεράνος που διευθύνει την ταβέρνα δίπλα στο συντριβάνι. Ας μην βασιστούμε στις τράπεζες για να διατηρήσουμε ζωντανό αυτό που αγαπάμε.
 

Υπάρχουν όμως κάποιες πρακτικές ενστάσεις για το ταξίδι κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης κρίσης. Δεν θέλω να μεταφέρω πολλά μετρητά. Υπάρχουν χρήματα στις τράπεζες, αλλά οι τουριστικοί πράκτορες συμβουλεύουν την κατοχή ρευστού. Μπορεί να είναι αναγκαίο. Μήπως να ξεθάψουμε το παλιό τσαντάκι-ζώνη της εποχής πριν από το ΑΤΜ; Ομως πολλά μέρη, ανάμεσά τους και ξενοδοχεία, δέχονται ακόμη πιστωτικές κάρτες. Τίποτα δεν θα είναι ανοιχτό. Λογικές φωνές από την Ελλάδα λένε ότι αυτό δεν ισχύει. Θα είναι δύσκολη η ανεύρεση φαγητού. Δεν θα έχει σαρδέλες στη θάλασσα; Μπορεί να υπάρχει κοινωνική αναταραχή, να κολλήσεις εκεί. Λοιπόν, το καλοκαίρι του 2011 μπήκα στο λόμπι ξενοδοχείου στα Φίτζι για να δω στην τηλεόραση σκηνές από μία πόλη όπου είχε ξεσπάσει η βία και έκαιγα φωτιές. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν το Λονδίνο. Μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Ισως οι αυτόπτες μάρτυρες να είναι καλύτεροι. Καθώς γράφω, έλαβα ένα email από την Μαριάνα Καρακουλάκη, μία δημοσιογράφο από τη Θεσσαλονίκη, που μου λέει ότι εκείνη προσωπικά δεν έχει δει ελλείψεις.

Την ημέρα μετά από εκείνο το αξέχαστο δείπνο στην παραλία, οι νέοι φίλοι μου και εγώ περπατήσαμε στα ερείπια ενός αρχαίου ναού και είδα τους Ελληνες ντυμένους με χιτώνες να αποτίουν τιμές στους αρχαίους θεούς. Ηταν η τελετή για τους αγώνες της Νεμέας, που έχουν ρίζες στο 573 π.Χ. Αργότερα, έτρεξα σε έναν αγώνα δρόμου στους λόγους της Κορίνθου, ένα τρελό κυνηγητό που κατέληξε στο αρχαίο στάδιο. Οι λόγοι που ήμουν εκεί ήταν τόσο προφανείς: η συμμετοχή σε μία επική περίσταση, ο πολιτισμός και το τοπίο. Η οικονομική κρίση φαινόταν άσχετη. Αν εκείνοι με τα κοστούμια, που δημιουργούν τέτοιες καταιγίδες, περνούσαν περισσότερο χρόνο μακριά από υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα… Να προτείνω ένα νησί ή έναν ελαιώνα, με ένα γεμάτο ποτήρι στο χέρι; Ισως όχι όμως με ρετσίνα».
 
ΠΗΓΗ