ΆρθροΑρχείο

Παρηγοριά με την Ποίηση

Την περασμένη εβδομάδα διάβασα κάτι δημοσκοπήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει, έχει το 40% του εκλογικού σώματος και τρελαίνομαι. Είτε η δημοσκόπηση είναι λάθος είτε μας έχει σαλέψει τελείως! Γιατί; Τι ψηφίσαμε τον Γενάρη; Το σκίσιμο των μνημονίων δεν ψηφίσαμε; Και μετά το τρίτο και πιο σκληρό όλων μνημόνιο, δίνουμε στον ΣΥΡΙΖΑ 42,5%, ήτοι πάνω από 6% περισσότερο από ’κείνο που του ’χαμε δώσει τον Γενάρη, για να τα σκίσει. (36,34%). Κάτι δεν πρέπει να πηγαίνει πολύ καλά με τα μυαλά μας και τις προτιμήσεις μας. Τι θέλουμε τελικά; Μνημόνια ή όχι;

 

Επειδή δεν καταλαβαίνω, λέω ν’ ασχοληθώ και να παρηγορηθώ σήμερα με κάτι που καταλαβαίνω: Την Ποίηση, που την νιώθω περισσότερο. Όχι όλη, συλλήβδην, βεβαίως. Είναι και κάτι μοντέρνα πράγματα, (ποιήματα τα λένε μερικοί κι ο θεός να τα κάνει,) που μ’ αφήνουν παγερά αδιάφορο. Δεν μου λένε τίποτα, άσε που με εκνευρίζουν κιόλας!

 

Θα αρχίσω με τον αγαπημένο μου ποιητή, το Οδυσσέα Ελύτη. Και θα αναφέρω κάτι ερωτικό, αφού αυτή η προτίμηση του κόσμου στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει ερωτική χροιά.

 

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

να μπαίνω σαν Πανσέληνος

από παντού , για το μικρό το πόδι μες στ’ αχανή σεντόνια

να μαδάω γιασεμιά-κι έχω την δύναμη

αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασκημίζουνε

ακουστά σ’ έχουν τα κύματα

πως χαϊδεύεις, πως φιλάς

πως λες ψιθυριστά το “τι” και το “ε”

τριγύρω στον λαιμό στον όρμο

πάντα εμείς το φως και η σκιά

πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά.

 

Χρειάζεται να σας πω από πού είναι; Απ’ το Μονόγραμμα, που είναι ο,τι καλύτερο έχω διαβάσει σε ερωτική ποίηση, γιατί περικλείει απέραντη αγάπη, απογοήτευση, (η κοπέλα είχε πεθάνει, όταν γράφονταν αυτά, η Μαρίνα των Βράχων, υποθέτω,) επιμονή και προσκόλληση στο αντικείμενο της αγάπης του, επιθυμία να πάει να την βρει. Ένα ερωτικό και συνάμα τραγικό ποίημα!

 

Συνεχίζω με Γιάννη Ρίτσο. Ένας ποιητής που έχει γράψει εξαιρετικά πράγματα και, και ήταν αριστερός, με βρίσκει σύμφωνο σε πολλά.

 

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει,

μας κυνηγάει

Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα

γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα

γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα

Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος

Πιο κοντά, πιο κοντά

μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους

Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους

έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά

Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν απ’ τη βροχή

και την απόσταση

 

Από το «Καπνισμένο Τσουκάλι» κι ακόμη ένα:

 

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους,

μπορεί να ‘ναι κι από αίμα.

Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,

μπορεί να ‘ναι κι απ’ το λιόγερμα,

που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν

πριν σβήσουν και ο θάνατος είναι πιο κοντά.

Έξω απ’ τα κάγκελα,

είναι οι φωνές των παιδιών,

και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά

και πρέπει να σκεφτείς το φως

σ’ έναν κάμπο με στάχυα,

και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών

και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,

για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες,

σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,

γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,

το τσιγάρο κομμένο στη μέση,

γυρίζει από στόμα σε στόμα,

όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος,

βρίσκουμε τη φλέβα

που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης,

χαμογελάμε.

 

Αισιοδοξία! Πώς μπορούσαν;

 

Σειρά τώρα έχει ο «Επιτάφιος», του Ρίτσου, όχι του Περικλέους, αφήστε τον Περικλή, βλάξ και υδροκέφαλος ήταν!

 

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τ
ὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν κα
ὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπερ-
γ
ῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

 

Γιέ μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανλα σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν᾿ τά πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

 

Ανάγλυφος ο πόνος της μάνας, που θρηνεί το νεκρό παιδί της. Αυτό είναι ποίηση. Να σε κάνει να δακρύζεις χωρίς να ’χεις ζήσει τα γεγονότα.

 

Κωστής Παλαμάς: «Το Σπίτι που Γεννήθηκα». (Αντικαταστήστε την λέξη «σπίτι» με την λέξη «πατρίδα» και θα καταλάβετε γιατί διάλεξα αυτό):

 

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.

Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.

Της πόρτας του η παλαϊκή κορώνα, ώ! να η καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενεί κιθάρα

να συνοδέψει του σπιτιού τ’ ολόχαρο τραγούδι
προς το παιδί· γυρίζω ανθρός, δροσιά, ξεπεταρούδι,

πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.

 

Κι ένα τελευταίο, που μ’ έχει αφήσει με το στόμα ανοιχτό, με την ταπεινότητά του: Ζαχαρία Παπαντωνίου «Η Προσευχή του Ταπεινού».

 

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

 

Ένα ποίημα, που ο Βάρναλης σατιρίζει σκληρά, παρά την σάτιρα όμως, το πρωτότυπο δεν χάνει τίποτα απ’ την αξία του. Διαβάστε το κι αυτό, αξίζει τον κόπο. Έχει κάτι απ’ το σήμερα:

 

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει

βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.

Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία

καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.

 

Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.

Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.

Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει

κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει

 

Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα

κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).

Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος

κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.

 

Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!

Σ’ ευχαριστώ που μου ’δωκες χωρίς να μου ανήκει

τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.

 

Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.

Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.

Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα

τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».

 

Και μετά απ’ όλο αυτό το μεγαλείο της ποίησης, θέλετε να ασχολούμαι συνέχεια με ρεμπεσκέδες πολιτικούς και ανεγκέφαλη και αλλοπρόσαλλη πολιτική; Δεν νομίζω.

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.