ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με μια Γέννα και μια Παρεξήγηση

Κάποτε ήταν να γεννήσει η νύφη μου και επειδή μένουν στο Ναύπλιο και θα γεννούσε σε μαιευτήριο της Αθήνας, ο αδελφός μου την έφερε στο σπίτι μου, να μείνει μαζί μου τις τελευταίες μέρες. Ήταν και η μητέρα της μαζί. Ο αδελφός μου μού άφησε παραγγελιά να του τηλεφωνήσω αμέσως πριν ξεκινήσουμε για το μαιευτήριο, παραγγελιά που ακολούθησα κατά γράμμα. Ο αδελφός μου με την κουνιάδα του θα ήταν στο γραφείο, όπου είχαν πολλή δουλειά.

 

Μια ημέρα λοιπόν, αμέσως μετά που είχαμε πάρει πρωινό και είχα βάλει στο στερεοφωνικό να παίζει την θεία μουσική του W. A. Mozart, είδα την νύφη μου να μορφάζει ελαφρώς. Η μητέρα της ανησύχησε.

«Τι είναι, παιδί μου;» ρώτησε.

«Τίποτα ανησυχητικό», απάντησα εγώ. «Το εγγόνι σου ετοιμάζεται να βγει στον μάταιο τούτον κόσμο».

«Ένα πονάκι ήταν, μαμά», είπε η ετοιμόγεννη.

«Παρακαλώ να με ειδοποιήσεις πότε θα έρθει ο επόμενος πόνος», είπα πάντα ψύχραιμος εγώ. «Πρέπει να ξέρουμε τι μας γίνεται», συμπλήρωσα.

«Δεν θα πάμε στο μαιευτήριο;» με ρώτησε αλαφιασμένη.

«Όχι ακόμη. Θα πάμε όταν θα έρθει η ώρα», την καθησύχασα.

Το σκεπτόμουνα ψύχραιμα το πράγμα: Πρωτόγεννη είναι, θα αργήσει να γεννήσει. Κι αν την πάω στο μαιευτήριο από τώρα, θα την βάλουν στον θάλαμο τοκετών, μαζί με καμιά 15αριά άλλες ετοιμόγεννες, που θα ουρλιάζουν όλες μαζί και θα την τρελάνουν την κοπέλα. Καλύτερα είμαστε εδώ, έχουμε και την ησυχία μας!

 

Κατά το απόγευμα, στις 17:00, ενώ το στερεοφωνικό έπαιζε την Simfonia Concertante, (ε, όχι ποιανού, Mozart ακούγαμε όλη την ημέρα,) οι πόνοι είχαν πληθύνει και έρχονταν κάθε πεντάλεπτο, ενώ η Μιμίκα με μπέρδευε, γιατί φύσει συγκρατημένη κοπέλα, υπέφερε σιωπηρώς.

‘Καιρός να φύγουμε για το μαιευτήριο’, σκέφτηκα, ‘δεν πάει άλλο, γιατί αν μου γεννήσει εδώ, δεν έχω τα κατάλληλα εργαλεία, να το φέρω εις πέρας, ούτε και επαρκείς γνώσεις’.

Τις έβαλα λοιπόν στο αυτοκίνητο, μάνα και κόρη, και γραμμή για το «Μητέρα». Παρέδωσα την νύφη μου στους αρμόδιους, τους είπα ότι ήταν επείγον, γιατί είχαμε καθυστερήσει, ερχόμαστε, τάχα μου, από μακριά, –τι στην ευχή να ’λεγα;– και επέστρεψα στο αρμόδιο τμήμα να δώσω τα στοιχεία της νύφης μου, για να της περάσουν το αναγνωριστικό βραχιολάκι. Έλα όμως που ζήτησαν και τα δικά μου στοιχεία. Τι να τα κάνανε, ρε παιδιά; Εγώ ένας απλός μεταφορέας ήμουν. Τους τα έδωσα και αφού είχα ξεμπερδέψει, πήρα έναν καφέ και βγήκα έξω να τον πιω μ’ ένα τσιγάρο και να περιμένω τον αδελφό μου.

 

Ο αδελφός μου σκέφτηκε τα ίδια με μένα, ότι πρωτόγεννη ήταν η Μιμίκα και θα αργούσε. Ήρθε λοιπόν με το πάσο του. Εκεί που περίμενα όμως, πίνοντας τον δεύτερο καφέ και καπνίζοντας το τρίτο τσιγάρο, κάτι πήρε τ’ αυτί μου. Το όνομα της νύφης μου ξεχώρισα και την λέξη «θήλυ». Σκέφτηκα ότι δεν ήταν δυνατόν να έχει γεννήσει ήδη η Μιμίκα, δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα από τότε που τους την πήγα. Μα τότε τι αηδίες έλεγαν τα μεγάφωνα; Πέταξα τον καφέ και το τσιγάρο και γραμμή για την υποδοχή. Ρώτησα για την τελευταία τους ανακοίνωση και άκουσα:

«Να σας ζήσει! Να σας ζήσει!»

«Εν τάξει, αφού γέννησε, μπορώ να δω μάνα και μωρό;» ρώτησα.

«Σε λίγο», μου είπαν. «Μόλις την ετοιμάσουν, θα σας ειδοποιήσουμε να μπείτε».

 

Πράγματι σε λίγο με έβαλαν σε μια αίθουσα, όπου είδα την Μιμίκα και μια ψηλή γυναίκα να της κρατάει το χέρι και να της χαϊδεύει το μπράτσο. Αφού έφεραν και το μωρό, το είδα και το σήκωσα να το δει κι η μητέρα του, κουβέντιαζα με τη νύφη μου, που έπρεπε να μείνει εκεί για μια ώρα, πριν μεταφερθεί στο δωμάτιό της. Ξαφνικά, μου λέει η ψηλή:

«Ξέρετε, είμαι η αρχιμαία».

‘Καλά, ποιος την ρώτησε ετούτην πάλι’, σκέφτηκα εγώ. ‘Δεν δίνω δεκάρα ποια είναι’. Δεν είπα τίποτα όμως και συνέχισα την κουβέντα μου με την Μιμίκα. Σε λίγο όμως, μια από τα ίδια από την ψηλή.

«Ξέρετε, είμαι η αρχιμαία». Τονισμένο αυτήν τη φορά. Μήπως και δεν είχα καταλάβει την πρώτη.

‘Κάτι θέλει αυτή’ σκέφτηκα και ήξερα πολύ καλά τι ήθελε, αλλά σιγά μην έβαζα το χέρι στην τσέπη. ‘Θα δείξει το πράγμα’ και συνέχισα την κουβεντούλα μου με την Μιμίκα.

 

Τρίτη φορά σε λίγο:

«Ξέρετε, είμαι η αρχιμαία».

Δεν την άντεξα άλλο και της πέταξα, πολύ ψύχραιμα:

«Ξέρετε, δεν είμαι ο πατέρας»

Παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητος έσπασε καθώς εξαφανιζότανε.

 

Τελικά ήρθε κι ο αδελφός μου. Τα κατάφερε και έφτασε… αυθημερόν. Δεν είναι να κλείνεις ραντεβού μαζί του. Σου κλείνει ραντεβού την Δευτέρα στις 18:00 κι έρχεται την Πέμπτη στις 18:15 και σου λέει: Μην πεις τίποτα. Ένα τεταρτάκι άργησα. Ένα τεταρτάκι και τρεις ημέρες, ρε Γιώργο, γιατί δεν υπολογίζουμε και τις ημέρες; Αυτός είναι ο αδελφός μου όμως. Ούτε τον διάλεξα, ούτε με διάλεξε. Τυχαία επιλογή ήταν…

 

Αφού είδε την γυναίκα του και την κόρη του, του σύστησα να βρει την αρχιμαία και να την «λαδώσει», γιατί τα ζήταγε από μένα και δε της είχα δώσει φράγκο.

 

Κάπως έτσι γεννήθηκε η Κωνσταντίνα μας. Να ζήσει σαν τα ψηλά βουνά το κορίτσι μας. Πάντα γερή κι ευτυχισμένη!

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.