ΆρθροΑρχείο

Ο γέροντας με τα χαρτομάντιλα απέναντι από το Χίλτον και το ταξίδι στην Ευρώπη

Η ολιγοήμερη παραμονή μου στο Ναύπλιο, όπου είχα μεταβή γιά τίς εκλογές, έλαβε τέλος μέ μιάν υπέροχη βραδυά μέ καλούς φίλους καί συμμαθητές από τό Γυμνάσιο.
Λίγο, αλλά καλό, πολύ καλό καί μέ καλούς ανθρώπους.
Τό καλύτερο όμως έμελλε νά συμβή καμμιά-δυό ώρες αργότερα…
 
Επειδή η πτήσις μου τής επιστροφής στήν Κοπεγχάγη ήταν γιά τίς 05.00 τό πρωί, έπρεπε νά πάρω τό Λεωφορείο τού Αεροδρομίου από τήν Όθωνος στό Σύνταγμα στίς 02.00 ώστε νά είμαι στό Ελ. Βελ. κατά τίς 03.00. Συνεπώς έπρεπε νά φύγω από τό σπίτι κατά τίς 01.30 γιά τό Σύνταγμα.
Καθόλου ύπνος λοιπόν καί κατ’ ευθείαν από τήν ταβέρνα γιά τό Σύνταγμα. Η νύχτα πού ακολουθούσε προεμηνύετο ως μία λευκή καί κουραστική νύχτα.
Τό καλύτερο όμως δέν είχε έλθη ακόμα…
 
Η Πατρίς μού επεφύλασσε the best for last:
Μπαίνω στό Λεωφορείο τού Αεροδρομίου, χαιρετώ τόν οδηγό καί κάθομαι στήν αριστερή μεριά, κάπου στήν μέση. Τό συνήθως γεμάτο τήν ημέρα Airport Express Bus, είναι αυτήν τήν ώρα άδειο, είμαστε μόνο δύο επιβάτες καί ο οδηγός. Η διαδρομή γνωστή, Σύνταγμα, Χίλτον, Μεσογείων, Αγία Παρασκευή, Εθνική Οδός, Ελ. Βελ., χλιδή καί άνεσι τής Βόρειας Ευρώπης.
Μόλις στήν αρχή τής διαδρομής, εκεί στήν Βασ. Σοφίας στό ύψος τής Ρηγίλλης, στό φανάρι λίγο πρίν από τό Βυζαντινό Μουσείο καί τήν Ριζάρη, μάς πιάνει τό κόκκινο. Φρένο καί αναμονή γιά τό πράσινο. Εμείς στήν δεξιά λωρίδα – ως λεωφορείο – καί αριστερά μας καί ακριβώς κάτω από τό παράθυρό μου, τρία – τέσσερα Ι.Χ.
Έχω ήδη αρχίση νά ψιλογλαρώνω… Μέχρι τό Αεροδρόμιο έχουμε μιά ώρα ταξίδι μπροστά μας, θά μείνω πού θά μείνω όρθιος όλη νύχτα, ας κατεβάσω τουλάχιστον στροφές καί ας εξοικονομήσω δυνάμεις.
 
Ώωωωπα γιά σιγά, τί σκιά, τί φάντασμα είναι τούτο πάλι πού σέρνεται ανάμεσα στά αυτοκίνητα καί τί είναι αυτό τό άσπρο πού κρατάει στά χέρια του? Ξυπνάω απότομα από τό φλάς πού τρώω καί ανοίγω τά μάτια στήν τσίτα, τελείως ορθάνοιχτα γιά νά δώ πιό καλά… δέν έχουμε καί πολύ χρόνο, σέ λίγα δευτερόλεπτα ανάβει τό πράσινο καί τήν κάνουμε…
Μιλάμε ο πατέρας πρέπει νά είναι ογδονταπέντε μέ ογδονταοκτώ χρονών, κρατάει χαρτομάντηλα καί βαδίζει ασταθώς καί σούρνοντας τά πόδια του σέ ζίγκ-ζάγκ ανάμεσα στά Ι.Χ μπάς καί πουλήση κανα πακέτο από τά χαρτομάντηλά του… Πίσω του τό Κολωνάκι….
Είναι ψηλός… λεβεντόγερος… ελάχιστα κυρτός… κάποτε υπήρξε άντρακλας… δυνατός… αθλητικός… ποθητός… όμως γιά σιγά ρέ παιδιά… φοράει γυαλιά… μά τί γυαλιά είναι αυτά?… Είναι πράσινα… ογκώδη… πατομπούκαλα… έλεος, ο άνθρωπος είναι μισότυφλος… προχωράει αγγίζοντας τά αυτοκίνητα… ώρα δύο τό πρωί….
 
Βουρκώνω…
Τόν κοιτάζω… είμαι ανίκανος νά τόν βοηθήσω, σέ λίγο, σέ πολύ λίγο φεύγουμε… τί νά βοηθήσω δηλαδή, αφού χρειάζομαι κι΄ εγώ βοήθεια, έχω καταρρεύση, είμαι τελειωμένος, κλαίω.
Στά λίγα αυτά δευτερόλεπτα πού απομένουν, η ζωή του περνάει αστραπή από μπροστά μου… η μαννούλα του νά τού ισιώνει τά μαλλάκια καί νά τόν φιλάει γελώντας πρίν τόν στείλη σχολείο.
Σχολείο, θεατρικές παραστάσεις, απαγγελίες ποιημάτων, παρελάσεις, γυμναστικές επιδείξεις, όνειρα.
Έφηβος, νά καρδιοχτυπάει προσπαθώντας νά ξεκλέψη ένα χαμόγελο, έστω μιά ματιά, από τό λουλουδάτο φουστανάκι πού ανεμίζει τρέχοντας απέναντι. Κι’ άλλα όνειρα…
Φοιτητής νά ξενυχτάει, εξεταστικές, κατόπιν μεροκάματο, οικογένεια, παιδιά, αρρώστειες, χαρές, λύπες, Χριστουγεννιάτικα δέντρα, Επιτάφιοι, Εκλογές, νίκες, ήττες, ελπίδες, απογοητεύσεις, διακοπές μέ τά παιδιά καί τά εγγόνια στό χωριό ή στό νησί…. Κι’ άλλα όνειρα…
 
Καί τώρα Σοφίας καί Ριζάρη… ώρα δύο τό πρωί… καί τά χαρτομάντηλα δέν πουλάνε… Πίσω, τό Κολωνάκι μονίμως στήν θέσι του. Κοιμάται. Αγέρωχο. Αδιάφορο. Ανάλγητο. Αμέτοχο. Αθώο καί φυσικά άμοιρο ευθυνών…
Ο πατέρας ξάγρυπνος, εκεί… όρθιος…. στίς επάλξεις…. νά τρεκλίζει περήφανα ανάμεσα στά Ι.Χ. ..ψηλαφώντας τα διακριτικά γιά νά μήν στουκάρη… κι’ ακούση καί κανά μπινελίκι από τήν Μερσεντέ… και τά χαρτομάντηλα δυστυχώς δέν φεύγουν… μισότυφλος, μοναχικός, ηττημένος, ετοιμοθάνατος….
Τόν κοιτάζω… τόν αγαπάω… θέλω νά τόν αγκαλιάσω, νά τού μιλήσω, νά τόν παρηγορήσω, νά τόν κεράσω κάτι νά φάει… νά τόν πάρω σπίτι… τί μαλακίες λέω… Είμαι ανήμπορος νά κάνω τό ο,τι δήποτε. Απλώς συνεχίζω νά κλαίω…
Τό φώς γίνεται πράσινο, γκαζώνουμε, πάμε στήν Ευρώπη… ο πατέρας είναι παρελθόν… μπροστά μας τό Χίλτον, φεύγουμε, πάμε γι’ άλλα…
 
Σκουπίζω τά μάτια μου, προσπαθώ νά τιθασσεύσω τούς λυγμούς μου καί νά ανακτήσω τόν ρυθμό τής αναπνοής μου, σηκώνομαι καί κατευθύνομαι πρός τόν οδηγό…
– Φίλε τόν είδες?
– Ποιόν?
– Τόν γέρο μέ τά χαρτομάντηλα.
– Άσε ρέ φίλε, ματώνει η καρδιά μας κάθε φορά πού οδηγάμε μπροστά του… Εκεί φτάσαμε…
– Πόσο χρονών τόν κάνεις?
– Ξέρω ‘γώ, ογδόντα? Ογδόντα κάτι?
– Αυτό λέω κι’ εγώ, ίσως ογδόντα πέντε, ογδόντα οκτώ.
– Δέν αποκλείεται νά είναι καί τόσο, πάντως όχι εβδομήντα πέντε, πρέπει νά είναι πολύ παρά πάνω….
– Ναί, ναί γύρω στά ογδόντα πέντε… Είναι καιρό στά χαρτομάντηλα?
– Γύρω στούς εφτά μήνες… Όταν αλλάζουμε βάρδια μέ τούς πρωïνούς γύρω στίς τέσσερις καί άλλοι στίς πέντε τό πρωί, αυτός είναι ακόμα εκεί…
 
Πατέρα μ’ έχεις στοιχειώση… Μ’ έχεις κάνη κομμάτια…
Σέ σκέφτομαι όλη μέρα.
 
Σκέφτομαι τή μάννα σου, τά παιδιά σου, τά εγγόνια σου, τά όνειρά σου πού δέν πραγματοποίησες, τά ταξείδια πού δέν έκανες, τίς ελπίδες σου πού παρέμειναν ελπίδες, τίς Μεγάλες Προσδοκίες σου, τίς αρρώστειες σου, τά φάρμακα πού δέν έχεις… τό ψυγείο σου πού είναι άδειο, τήν τύφλωσί σου, τήν καρδιά σου πού είναι ματωμένη, γεμάτη παράπονο κι’ απελπισία τώρα στά τελειώματα, τήν μοναξιά σου, τήν μαύρη μοίρα σου, τόν Γολγοθά σου, τόν επικείμενο θάνατό σου, στό φανάρι Σοφίας καί Ηροδότου, τό Αιώνιο Σκοτάδι πού έρχεται, τήν Λύτρωσί σου… Προσεύχομαι γιά σένα…. Καί ελπίζω νά σέ ξαναδώ σύντομα… καί νά σέ γνωρίσω από κοντά…. Αν δέν μού τήν έχεις κάνει μέχρι τότε, εννοείται… Ή αν δέν τήν έχω κάνει πρώτος εγώ… ποτέ δέν ξέρεις… Θά δούμε…
 
Δήμος Τζαμαλούκας
Ελλαδάρα 2015