ΠολιτισμόςΑρχείο

Το πρώτο ζεϊμπέκικο

Στον αδερφικό μου φίλο Σταμάτη Πάντσιο
 
   Δεν ταξίδευα για πρώτη φορά με τρένο, μα πάντα μου άρεσε. Το ταξίδι με το τρένο κρύβει μια μαγεία ανεπανάληπτη. Μπορεί να μην τρέχει όσο το λεωφορείο, μα σε περνά από μέρη με απίθανες ομορφιές, που τις χαίρεσαι και τις αποθαυμάζεις. Το τρένο τρέχει και εσύ γουρλώνεις τα μάτια, μη σου ξεφύγει κανένα σημαδάκι, κανένα δένδρο, κανένα εξοχικό καλύβι. Παρακολουθείς και τον αυτοκινητόδρομο, που άλλοτε χάνεται κι άλλοτε σιμώνει και καμιά φορά διασταυρώνεται με τις ράγες. «Απ! προτεραιότητα…» πανηγυρίζω ψιθυριστά, καθώς περιμένουν με υπομονή τ’ αυτοκίνητα να σηκωθούν οι μπάρες. Γυρίζω να δω την αντίδραση του διπλανού μου, που κάθεται σαν κούτσουρο με απλανές βλέμμα και ανέκφραστο ύφος.
 
   Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω με το τρένο. Το τοπίο, άλλοτε ήμερο και άλλοτε άγριο, καθώς τρέχει ξωπίσω αλλάζοντας συνεχώς το πρόσωπό του, σημαδεύει την ψυχή μου και την κρατά ξύπνια και ζωντανή. Κάποτε ταξίδευα με καραβάκι για την Ιθάκη. Όμορφη η θάλασσα, το ίδιο και το τοπίο στις κοντινές ακρογιαλιές. Μου άρεσε να παρακολουθώ από την πλώρη τα ήρεμα νερά, που τα έσκιζε το καράβι αντροκαλώντας τα σαν ανήμερο θεριό. Κάποιος μεσόκοπος άνδρας, μελαχρινός, φώναξε την κόρη του. Πλησίασε η κοπέλα σιωπηλή, σαν να μην ήθελε να ταράξει το τραγούδι του αέρα, που ανέμιζε τα μαλλιά της. «Δες – παρατήρησε ο πατέρας της -, δες τις αποχρώσεις του πράσινου στ’ αντικρινό τοπίο. Δες όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Λείπει καμιά; φοβούμαι πως όχι».  Η κοπέλα μελέτησε το θέμα και ικανοποιημένη από την παρατήρηση του πατέρα της αρκέστηκε να χαμογελάσει. Ήταν κάτι που το είχα σκεφτεί πολλές φορές και ένιωσα ικανοποίηση· κι αμέσως μετά την ανάγκη να μιλήσω. «Ναι, κ. καθηγητά, είναι εκπληκτικό το τοπίο. Δείτε, όμως! Μια άλλη στεριά πλησιάζει κι ένα αλλιώτικο τοπίο μας χαμογελά…» «Ναι – μου λέει – φίλε μου. Σε κάθε γύρισμα του δρόμου, το ελληνικό τοπίο είναι αλλιώτικο και κάθε φορά μας υποδέχεται με διαφορετικό χαμόγελο»… Έτσι συμβαίνει και στο ταξίδι με το τρένο.
 
    Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω με τρένο. Αυτή τη φορά από Αθήνα για Θεσσαλονίκη παρέα με τη σύντροφό μου. Καημός μας να παραστούμε στον εορτασμό του Πολιούχου της πόλης και στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Κι ένας ακόμη καημός δικός μου, να συναντήσω τον Σταμάτη, που είχα να τον δω τριάντα χρόνια και βάλε.
   Το τοπίο για μένα ήταν πρωτόγνωρο. Δεν μ’ ένοιαζε αν στα δεξιά μας φιδοσερνόταν ο αυτοκινητόδρομος με τα αμέτρητα και κάθε λογής οχήματα. Δεν ήθελα να τον σκέφτομαι ούτε να τον παρακολουθώ, ούτε νοιάστηκα αν κάποια στιγμή βρέθηκε αριστερά μας. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία, μα ’κείνο που μ’ ένοιαζε τώρα ήταν η ιστορία του τρένου, ενός τρένου παλιού, που έτρεχε σε ράγες ακόμη πιο παλιές.
 
   Όμορφο το τοπίο, το ίδιο και οι αναμνήσεις μου με τον Σταμάτη, το ίδιο – αν θες – και η κουβέντα της συντρόφισσάς μου, που σαν το ασίγαστο νεράκι του ρυακιού ανέχεσαι τη μουρμούρα της και τη βαριέσαι: «…Μου φαίνεται πως θα ζεσταθώ μ’ αυτό το ρούχο… Δεν ξέρεις πώς να ντυθείς μ’ αυτό τον καιρό… Τι ώρα να ’ναι; Περάσαμε τα Φάρσαλα; Διψάω… Αχ!»…
   Όμορφες οι αναμνήσεις μου με τον Σταμάτη, όπως ήταν όμορφο και το τοπίο. Έβλεπες ξαφνικά ν’ απλώνεται ο θεσσαλικός κάμπος, όπως απλωνόταν μεγαλόψυχα ο χαρακτήρας του Σταμάτη και έλεγες, να ένας φιλότιμος άντρας, να του παίρνεις την ψυχή και να μη σου λέει όχι. Κι άλλοτε να τρέχει το τρένο σε κακοτράχαλα μέρη, να σκύβεις και να βλέπεις τα γκρεμνά και την άβυσσο και να λες, Παναγιά μου, μη γίνει το κακό, για δε θα βρεθεί ούτε κοκαλάκι για τον παπά να θάψει. Κάπως έτσι φανταζόμουνα και τον Σταμάτη, που έσπασε τα μούτρα ενός συναδέλφου του φαντάρου, που τον κορόιδευε, και του πέταξε πέρα τα δόντια και έφαγε φυλάκα από τον Διοικητή τότε, να τη φυσάει και να μην κρυώνει.
 
   Μα το χειρότερο ήταν άλλο, τότε που άνοιξε απόρρητο έγγραφο της Κοινότητάς του, στο οποίο ο Πρόεδρος έδινε πληροφορίες για το πολιτικό ήθος του λεγάμενου, ξεκινώντας από τον πατέρα του. Να ’βλεπες τότε τα μούτρα του Σταμάτη πώς σκοτείνιασαν, όπως σκοτείνιασε ο κόσμος σαν χώθηκε το τρένο σε τούνελ. Φαντάσου, σκέφτηκα, τότε που ένας άξιος πολιτικός, ο Χαρίλαος Τρικούπης, είπε, Θ’ απλώσω γραμμές και θα βάλω τρένο. Κι ο κόσμος είπε ναι! Και τη σήραγγα εμείς θα την ανοίξουμε με κασμάδες και με φουρνέλα! Και η σήραγγα έγινε και οι ράγες απλώθηκαν και το τρένο έτρεξε πάνω τους.
   Αναζητώ κάτι ανάλογο, εντυπωσιακό και πρωτοποριακό, κι αναστορούμαι το ευπαλίνειο υδραγωγείο της Σάμου, όπου ο λαός – ελεύθεροι και δούλοι – τρύπησαν το βουνό για τη μεταφορά του νερού από τη μιαν άκρη στην άλλη με κασμάδες και χωρίς φουρνέλα. Δεν υπήρχε τότε δυναμίτη. Και σαν έγινε το μεγάλο έργο, ο αρχιτέκτονας και υδραυλικός Ευπαλίνος από τα Μέγαρα πήγε – υποθέτω – στα ανάκτορα, όπου ο χλιδάτος τύραννος Πολυκράτης τρόμαξε να καταλάβει πως το έργο είχε τελειώσει και σηκώθηκε από τους καναπέδες του, για να παραστεί στα εγκαίνια. Αυτή την τιμή και τη χαρά είχε ο κακοχρονισμένος τύραννος, γιατί πράγματι είχε κακό τέλος. Αλλά το έργο έμεινε στην ιστορία ως Ευπαλίνειο Υδραγωγείο του Πολυκράτη.
 
   «Σταμάτη, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. Τι κάνουμε τώρα;» «Εσύ  είσαι το αφεντικό, μου λέει. Βρες λύση». Η λύση βρέθηκε και η αταξία μπουρδουκλώθηκε και οι ‘μεγάλοι’ δεν πήραν μυρουδιά. Έλα σου, όμως, που ο κ. Επιτελάρχης με τα δυο χρυσά αστέρια στους ώμους με κάλεσε οργισμένος και με σκοτεινιασμένα μούτρα… « Δε μου λες Δόκιμε, θέλεις να σου ξηλώσω τα γαλόνια; Θέλεις να σε στείλω στη σκοπιά γερμανικό νούμερο, να καταλάβεις;» Κόκαλο τάχα εγώ. «Μα!…». « Σκασμός, Δόκιμε. Είπαμε να διαλέξεις ένα φαντάρο για βοηθό κι εσύ κουβάλησες έναν κομμούνα, κατάλαβες;»
 
   Είχανε περάσει κάμποσοι μήνες από τότε που σαν κακός αξιωματικός και ανεπιθύμητος στρατιώτης πήρα φύσημα από τη Μονάδα μου για τη Μεραρχία. Μου λέει ο Επιτελάρχης τότε: «Καλώς όρισες, Δόκιμε. Εδώ έχομε πολλή δουλειά. Αλλά είσαι άτυχος, γιατί απολύεται ο προκάτοχός σου, απολύεται όμως και ο βοηθός του. Τρέχα αύριο το πρωί στη Μονάδα και διάλεξε ένα φαντάρο. Αλλά να τον διαλέξεις να σου κάνει και να μας κάνει. Κατάλαβες; «Κατάλαβα, κ. Επιτελάρχα».
   Φτάνω στη Μονάδα έξω από την Αλεξανδρούπολη την άλλη μέρα το πρωί, ρωτάω κάποια παιδιά, μου λένε: «Να, εκεί είναι οι στρατιώται της Διοικήσεως»… Μπαίνω μέσα, χαμός! Άλλοι χασμουριόντουσαν, άλλοι μπαινοβγαίνανε με τις σαγιονάρες για τουαλέτα και για ξύρισμα κι άλλοι δε λέγανε να ξυπνήσουν παρά μόνο με πυροφάνι στα ακροδάχτυλα του ποδιού. «Εμείς, σου λέει, είμαστε Διοίκηση. Δεν υπαγόμαστε στη Μονάδα σας, κάνουμε ό,τι θέλουμε, δηλαδή κοιμόμαστε κι όταν ξυπνάμε χαμουριόμαστε»… Κάπως έτσι είχαν μαζευτεί στη Διοίκηση όλα τα ‘καλά’ παιδιά, όπως κι εγώ που σαν ‘καλός’ αξιωματικός είχα φύγει από τη Μονάδα μου κακήν-κακώς ως ανεπιθύμητος.
 
   Ρωτάω: «Ποιος από σας, βρε παιδιά, έχει τελειώσει το Λύκειο;» Σηκώνει ένας το χέρι του. «Εγώ, κ. Δόκιμε» «Σειρούλα, αύριο πρωί-πρωί στο γραφείο μου. `Ντάξει, Σειρούλα;» «`Ντάξει», μου απαντά ο Σταμάτης.
   Και τώρα τι κάνουμε; «Ο βοηθός μου, κ. Επιτελάρχα, είναι εξαίρετος στρατιώτης. Είναι εργατικός, είναι πρόθυμος, είναι… Δεν έχει δώσει αφορμές…» Αυτά! «Αν θα τον κρατήσεις, με δική σου ευθύνη. Αλλιώς…», παρατήρησε ο κ. Επιτελάρχης οργίλος, σείοντας απειλητικά το δάχτυλό του.
   Το τρένο έτρεχε πολύ γρήγορα στο θεσσαλικό κάμπο. Δεν προλάβαινα να χαρώ τη φύση, που έφευγε δαιμονισμένη πίσω μας. Μόνο κάτι αγέροχα βουνά, μουντά από την απόσταση, μας προσκαλούσαν μάταια, και κάτι φυτείες μακρινές επέμεναν ν’ αντιστέκονται στη ρουφήχτρα της ταχύτητας, μέχρι που κι αυτές χάνονταν σιγά-σιγά. Ρωτάω τη σύντοφό μου που τα ήξερε όλα. «Αυτά τι είναι;» «Ποια; Καλά,δε βλέπεις; Είναι ακτινιδιές». «Μα στραβός είσαι; Δε βλέπεις; Είναι μηλιές! Είναι μπαμπακιές… Είναι καλαμποκιές… Είναι…»
 
   Χτυπάει το κινητό μου, που κακό χρόνο να ’χει… Μπορείς να το αποχωριστείς; Αναγκαίο κακό! Κοιτάω την οθόνη. Λέω στη γυναίκα μου: «Ο Σταμάτης».
  -Έλα, Σειρούλα μου. Ερχόμαστε. Τώρα είμαστε στο θεσσαλικό κάμπο…
   Προσπαθώ να θυμηθώ τη φανταρίστικη γλώσσα, εκείνη τη γλώσσα που μιλάγαμε τότε στις ακριτικές περιοχές του Έβρου, εκείνη που ένωνε τους φαντάρους μεταξύ τους και εμάς τους …γαλονάδες. Θα πρέπει να συγκινήθηκε ο φίλος, που είχα να τον δω σχεδόν 35 χρόνια. Τι να πρωτοθυμηθούμε και τι να πρωτοκουβεντιάσουμε στο λίγο χρόνο που θα είχαμε στη διάθεσή μας; Τους πρωινούς πατσάδες και τις μπουγάτσες που τρώγαμε; Τις ταβερνούλες, όπου πίναμε το κρασάκι μας τα βράδια; Τα στρατιωτικά περιστατικά, που τα διηγούμασταν σαν ανέκδοτα; Τα κορίτσια που αντί να τα κυνηγάμε εμείς, μας κυνηγούσαν αυτές; «Θυμάσαι, ρε Σταμάτη, που είχαμε πάει σ’ εκείνη την ταβέρνα και τραγουδούσαμε Πάμε για ύπνο, Κατερίνα»; Το μαγαζί γεμάτο φαντάρους από τη Διοίκηση. Μετά το βραδινό σιωπητήριο, ντυνόντουσαν τα παιδιά με πολιτικά και ξεπορτίζανε. Τραγουδούσε εκεί ένας φαντάρος-καλλιτέχνης, ο οποίος μάλιστα είχε πάρει άδεια από το Στρατηγό, παρακαλώ! Να μην τιμήσουνε τον συνάδελφο;   
 
 -Για πες μας, ρε παλιόφιλε, για την πρώτη φυλάκα που έφαες στη Μονάδα. Θυμάσαι;
 -Αν το θυμάμαι,  λέει! Θυμάμαι το περιστατικό και γελάω. Ήθελα, φαίνεται, ν’ αλλάξω το στρατό, όπως αργότερα την εκπαίδευση σαν δάσκαλος…
  -Λέγε, λέγε, με παρακάλεσε ο φίλος μου.
 
  -Ήμουνα για πρώτη φορά υπηρεσία στη Μονάδα μου, στη Δαδιά μέσα στο δάσος. Βραδινό φαγητό πατάτες μπλουμ σ’ ένα καζάνι που μοσχοβολούσαν, και σ’άλλο ένα κρέμα. Οι φαντάροι στην ουρά μ’ ένα πλαστικό πιάτο στο χέρι, αλλά παίρνανε από το ένα καζάνι, γιατί η κρέμα κι οι πατάτες δεν ανακατεύονταν. Εγώ στα καζάνια, ρωτάω: «Γιατί, Σειρούλα, παίρνεις μόνο πατάτες;» «Δεν έχω άλλο πιάτο, κ. Δόκιμε». Ρωτάω τον επόμενο: «Γιατί, Σειρούλα, παίρνεις μόνο κρέμα;» «Δεν έχω άλλο πιάτο,κ. Δόκιμε». Ανάβουν τα λαμπάκια μου. Λέω στον επόπτη στρατοπέδου: «Ίδια αύριο θα πρέπει ν’ αγοράσουμε πιάτα, κ. Λοχαγέ, να τρώνε τα παιδιά!» Γύρισαν από την ανάστροφη τα μάτια του. «Πού τα βλέπεις τα παιδιά, Δόκιμε; Δεν έχουν καραβάνα; Αλλά βαριούνται να την πλένουν». Κόκαλο εγώ. Ξαναγυρνάω στα καζάνια. Ούτε κρέμα υπήρχε ούτε πατάτες μπλουμ!… Αυτό ήταν! Δεν πέρασαν δυο μέρες, τρώω την πρώτη καμπάνα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Αυτά! Κατάλαβες;
– Προσπαθώ να καταλάβω. Δεν κατάλαβα, όμως, γιατί σου ρίξανε φυλάκα. Αυτό δεν μου το είπες.
 
– Σου είπα «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Δεν έχει σημασία αυτό. Άκου, Σταμάτη. Πέρασαν λίγα χρόνια και κάποιος φίλος μου στο Άργος μου διηγήθηκε ένα περιστατικό, ένα ιστορικό ανέκδοτο ας πούμε, γιατί δεν το βρήκα πουθενά γραμμένο. Φτάνει ο Βενιζέλος στο μέτωπο να επιθεωρήσει το στρατό. Γίνεται προσκλητήριο, ρωτάει ο Βενιζέλος: «Υπάρχει κανένα παράπονο;» Πετιέται ένας μουστακαλής συμπατριώτης του από τα Χανιά, και του λέει δυνατά: ‘Πεινάμε, κ. Πρόεδρε» «Πεινάτε;» Έπιασε το μουσάκι του ο Βενιζέλος. Του λέει: «Πάρε ένα βώλο χώμα. Δώς` τονε στον διπλανό σου, κι εσύ στον διπλανό σου, κι εσύ προχώρα τονε…» Ο βώλος στη μικρή διαδρομή, μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη, μάδησε κι έμεινε ο μισός. «Θωρείτε το, παιδιά μου; Η πατρίδα σας στέλνει ψωμί, μα κάποιοι το τσιμπολογάνε, το αρπάζουν από το στόμα σας»!…   
 
  Η όμορφη νυφούλα του Θερμαϊκού μας υποδέχτηκε με αγάπη. Φαίνεται πως ήταν η δική μας αγάπη, μα εκείνη άνοιξε τις αγκαλιές της με χαρά και καλοσύνη. ‘Τι θέτε; Θέτε τις εκκλησιές μου, τις αψίδες μου, θέτε τα νεότερα κτίσματα, τι θέτε; Πάμε στην Άνω Πόλη, να δούμε το κάστρο, ν’ αγναντέψουμε από ψηλά τη θάλασσά μου κι όλη μου την ομορφιά…
  Άλλοτε συντροφιά με τον Σταμάτη και τη γυναίκα του κι άλλοτε μόνοι μας, τρέχαμε να προλάβουμε, μη μας μείνει τίποτα αθώρητο. Τι να πρωτοδείς και τι να πρωτοθαυμάσεις; Τον Αι-Δημήτρη, τη Ροτόντα του Αι-Γιώργη, την Αχειροποίητη, την Αγία Σοφία και τόσες άλλες εκκλησιές; Να προλάβεις να δεις και την Αψίδα του Γαλέριου, να δεις και τον Λευκό Πύργο και το Μπεζεστένι, τη σκεπαστή αγορά και τα χαμάμ των Μουσουλμάνων, τα βυζαντινά κι ενετικά κάστρα, να περπατήσεις στην  οδό Αριστοτέλους και στον παραλιακό δρόμο, να χαζέψεις στο λιμάνι…. Όλα έλαμπαν και μας υποδέχονταν με ζεστασιά, λες και για χάρη μας άντεξαν στο πέρασμα των αιώνων.        
  Τώρα σειρά είχαν τα Λαδάδικα κοντά στην παραλία.
  -Θα πάμε στα Λαδάδικα, είπε ο Σταμάτης, οι τέσσερείς μας. Σ’ εκείνη την ταβερνούλα ο κιθαρίστας είναι κολλητός μας.
 
    Ο φίλος άφησε το αυτοκίνητό του σ’ ένα στενάκι δίπλα στη λεωφόρο και περπατήσαμε στο καλντερίμι. Ήταν Σάββατο βράδυ. Το φθινοπωρινό αγέρι δροσερό, καλοκαιριάτικη βραδιά, χαρά Θεού, με τα κοντομάνικα. Στρίψαμε δεξιά, προχωρήσαμε, στρίψαμε αριστερά. Έβλεπες αριά και πού κανένα ζευγαράκι ή κάποιον αλλοδαπό μετανάστη. Να και η λατέρνα στη γωνία, να σου θυμίζει με το τραγούδι της άλλες εποχές αλησμόνητες.
 
   Ανάσαινα βαθιά. Ήθελα σαν καλό λαγωνικό να μου μυρίσει η παλιά δόξα της περιοχής, όπου υπήρχαν πολλά και κάθε λογής μαγαζιά με τρόφιμα και άλλα που διαφέντευαν οι μεγαλέμποροι λαδιού. Τα Λαδάδικα πριν από κάποια χρόνια ήταν ο λαδομαγατζές της Βόρειας Ελλάδας. Τα σπίτια, διώροφα τα περισσότερα, ήταν φρεσκαρισμένα και περιποιημένα, ΄΄αναπαλαιωμένα΄΄ όπως θα λέγαμε στην επίσημη γλώσσα, κυρίως από τότε που η Πολιτεία τα κήρυξε διατηρητέα μνημεία.
   Όμως, όσο κι αν ήθελα να μου μυρίσει η παλιά δόξα των Λαδάδικων, εκείνο που οσμίζουμουν ήταν η τσίκνα από τα παϊδάκια, που ξεχυνόταν στους δρόμους και στη θάλασσα. Όρκο παίρνω. Να’ φταιγε η πείνα; Τι τις θες τις ιστορίες και τα τέτοια;
   -Να φάμε, παιδιά!
    Πολύς κόσμος στο μαγαζί. Και μέχρι να καλοκάτσουμε και να σερβιριστούμε , γέμισε το αφιλότιμο. Τις κόντρες του σεβαστού Ιεράρχη με τον υποψήφιο τότε Δήμαρχο θα σκεφτόμασταν; Ή την καθυστέρηση του τότε Πρωθυπουργού, που τον περιμέναμε εναγωνίως και πιο πολύ απ’όλους κάποιος –υποθέτω-, που φώναξε μέσα στον κόσμο, «Γιώργο, μας τα’ κανες θάλασσα…» Μα πού να ξαναμιλήσει ο άνθρωπος, που οι μπράβοι τον αφάνισαν σαν αστραπή!… Κι απ’ όλα αυτά τα πολιτικά ευτράπελα μας είχε μείνει η πίκρα από τη ματαίωση της παρέλασης, γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποχώρησε περίλυπος από την εξέδρα των επισήμων.
  Τώρα ώρα για παϊδάκια.
 
  -Θα φάμε, θα πιούμε και θα τραγουδήσουμε, παρατήρησα με κέφι.
  Φυσικά, δεν έδωσε σημασία η παρέα στο τελευταίο, που το είπα χάριν αστειότητας, χωρίς να το πιστεύω, γιατί το κλίμα ήταν αλλιώτικο. Ο κόσμος έχει  αλλάξει. Τι το θες το τραγούδι; Τους καλλιτέχνες θα παριστάναμε; Υπάρχουν οι επαγγελματίες καλλιτέχνες με τα τουμπελέκια τους. Αυτοί θα σου παίξουν, αυτοί θα σου τραγουδήσουν, άλλοι θα σου ετοιμάσουν τα παϊδάκια, τις σαλάτες και τα συναφή!
  -Και θα χορέψουμε!
  -Βεβαίως και θα χορέψουμε!
   -Θα χορέψουμε; Και βέβαια θα χορέψουμε, εκτός από τον Σταμάτη. Ο Σταμάτης χόρεψε μόνο το χορό του Ησαΐα. Μπιτ σκράπας, μας διαβεβαίωσε η γυναίκα του Κωνσταντίνα. Αν δεν μ’ έπαιρνε τότε, θα τρελαινόταν. Του κάνανε πλάκα οι δικοί του. Πώς θα παντρευτείς την κοπέλα, αφού δεν ξέρεις να χορεύεις;
 
   Κόσμος στο μαγαζί, βελόνα να μην πέφτει χάμω. Ο κιθαρίστας, ο κολλητός του φίλου μου, μας χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα κι ένα χαμόγελο, καθώς τραγουδούσε. Μα  φαίνεται πως κι άλλοι πολλοί ήταν φίλοι και θαμώνες της ταβέρνας. Το περιβάλλον ζεστό και πολύ φιλικό.
   Φάγαμε, ήπιαμε, ζεσταθήκαμε. Το κρασάκι και η καλή συντροφιά μας είχε φέρει στο τσακίρ κέφι. Οι γυναίκες μας χόρεψαν και ξαναχόρεψαν συντροφιά με τους άλλους φίλους του μαγαζιού. Ξεβιδωθήκανε στο χορό. Εμείς οι δυο παλιοί φίλοι καθόμασταν πλάι-πλάι, σχεδόν αμίλητοι, ροδοκοκκινάτοι και χαμογελαστοί.
   Κάποια στιγμή η ορχήστρα σταμάτησε να παίζει, η πίστα άδειασε κι οι γυναίκες καταϊδρωμένες, κάνανε αέρα στο πρόσωπό τους και φλυαρούσανε όπως συνήθως.Ο κιθαρίστας σήκωσε το ποτήρι του να μας χαιρετήσει και το άδειασε μονορούφι.Ύστε- ρα ξανάπιασε την κιθάρα του, κάτι ψιθύρισε στον μπουζουξή κι αναμπρατσώθηκε να παίξει.
 
   Οι πρώτες μελαγχολικές πενιές μάς έκαναν ν’ αναστενάξουμε. Η φωνή του κιθαρίστα ξεχύθηκε κρυστάλλινη:  
 
                          Σ’ έστησαν σε μια γωνιά κι ήσουνα νέο παλικάρι,
 σ’ έστησαν σε μια γωνιά κι ήτανε τέσσεροι φαντάροι…
 
   Η χαλάρωση έγινε ρίγος και μερμίδιασμα.  Το αγαπημένο μου τραγούδι, που το είχα ακούσει πολλές φορές από τον Γιώργο Νταλάρα! Σκούντηξα τον φίλο μου με το γόνατό μου. «Σήκω» του λέω. Κι εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε ο Σταμάτης, πέταξε πέρα την καρέκλα του, στάθηκε στη μέση της πίστας, όρθιος, ψηλός, σοβαρός κι άπλωσε σαν φτερούγες τα χέρια του. Τον θυμάμαι από τότε που ήμασταν παλικάρια, ψηλό, ευθυτενή, με τα κομψά γυαλιά μυωπίας, πάντα περιποιημένο, ωραίο παλικάρι, όλο ευγένεια στους τρόπους του, καρδιά μάλαμα. Τον θυμόμουν στο γραφείο, στους δρόμους της Αλεξανδρούπολης, στο στρατόπεδο της 156 ΜΒΠ, στις ταβέρνες και σ’ άλλους κλειστούς χώρους. Αλλά δεν τον είχα ξαναδεί έτοιμο να χορέψει ζεϊμπέκικο μ’ απλωμένες τις φτερούγες.
 
Σ’ έστησαν σε μια γωνιά και σημαδεύαν την καρδιά σου
                        σ’ έστησαν σε μια γωνιά κι ήταν πρωί και παγωνιά…
 
   Ο Σταμάτης είχε πετάξει από την ψυχή του το πέπλο της σιωπής κι ήθελε με τις γυροβολιές του να εκφράσει τον πόνο του από τη στέρηση που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Ήθελε να εκφράσει εκείνο που δεν μπορούσε να πει με λόγια, ήθελε να πονέσει και να χαρεί. Λικνιζόταν στο ρυθμό της μουσικής, έφερνε το ’να χέρι ψηλά  και τ`άλλο χαμηλά, στρουφογυριζόταν με βεβαιότητα, με αρρενωπές κινήσεις και χορευτικό βίτσιο. Και πάντα αγέλαστος και σοβαρός. Δεν ήταν οι στιγμές για χάχαρα και φτηνά χαμόγελα. Οι θαμώνες γύρω – γύρω παρακολουθούσαν σαν σε διάλεξη και κάποιοι άλλοι, πιο θερμόαιμοι και μερακλήδες, σκυφτοί έπαιζαν παλαμάκια στο ρυθμό της μουσικής.
 
Σε καρτερούσε η ζωή και μια παραδουλεύτρα μάνα
 κιι έγινες κείνο το πρωί κόκκινο κρίνο στην αλάνα…
 
   Μονάχος ο Σταμάτης στην πίστα. Δεν τόλμησε κανείς να χορέψει μαζί του και να χαλάσει τη μυσταγωγία της στιγμής. Χόρευε όπως όταν κάποιος τραγουδάει ένα τιμημένο ριζίτικο ή ένα κλέφτικο, γιατί κάτι τον καίει μέσα του. Όταν ο άλλος ροκανίζει την μπριζόλα του, το τραγούδι εκφυλίζεται. Ούτε τραγουδιέται κατά παραγγελία, για να ευχαριστήσουμε τους υψηλούς καλεσμένους, όπως τραγούδαγε ο αοιδός Δημόδοκος κατ’ εντολή του βασιλιά του, για να ευχαριστήσει ο τελευταίος τον φιλοξενούμενό του.
   Εγώ, σχεδόν ψυχρός, σοβαρός κι αμίλητος, καθόμουνα στη θέση μου. Δεν ξέρω αν σηκώθηκε, επειδή τον σκούντησα. Δεν ξέρω αν σηκώθηκε επειδή του είπα «σήκω». Ούτε καν ξέρω αν ένιωσε το σκούντημά μου. Υποθέτω πως η απόφαση ήταν δική του και πως ήταν της στιγμής. Ούτε τον ρώτησα μετά. Η αντρίστικη συμπεριφορά δεν εκφυλίζει καταστάσεις. Άκουσα μόνο τη γυναίκα του την Ντίνα να μιλάει στο κινητό της και να λέει: «… Ο Σταμάτης χορεύει! Ναι , σου λέω, ο Σταμάτης χορεύει…»
 
Οδυσσέας Κουμαδωράκης
Φιλόλογος – Συγγραφέας
Οκτώβριος 2013