ΠολιτισμόςΑρχείο

Η «Αδελφότης» της Τριπολιτσάς, η απόπειρα δολοφονίας του Κολοκοτρώνη και η κυβέρνηση Κρανιδίου

Ο ανταγωνισμός για την εξουσία ανάμεσα στους καπεταναίους με τους προεστούς, καραβοκυραίους και φαναριώτες οξύνονταν μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς.

Ένας άλλος ανταγωνισμός προέκυψε για τα λάφυρα της Τριπολιτσάς. Διεκδικούσαν μερίδιο όσοι πολιορκούσαν κάστρα στην Πελοπόννησο αλλά και Στερεοελλαδίτες που φύλασσαν τα Δερβένια. Είναι δε χαρακτηριστική η περίπτωση στην Τριπολιτσά, ο Φωτάκος γράφει «… Οι εθελοντές στρατιώται άρπαζαν τα λάφυρα από εκείνους, οίτινες δεν ήσαν εξ αρχής εις την πολιορκίαν της πόλεως, αλλ’ είχαν έλθει τελευταίοι δια τα λάφυρα, και δεν επρόφθασαν να φύγουν και ένεκα των λαφύρων εγένοντο εφόδοι επί εφόδων και πολλά αδικήματα και άλλα ατακτήματα, ως ήτο επόμενον, εσυνέβησαν. Μάλιστα οι εντόπιοι Τριπολιτσιώται εκτός της ζημίας την οποίαν έπαθαν κατά την άλωσιν της πόλεως έχασαν τα λαφυρά των…». Για τον λόγο αυτόν και για το γεγονός ότι μετά την άλωση τα στρατεύματα, αφού δεν υπήρχε στρατόπεδο, έμεναν στα σπίτια Τριπολιτσιωτών που δυσανασχετούσαν αφού η πληρωμή από την πολιτεία για την τροφοδοσία καθυστερούσε. Τα γεγονότα αυτά εκμεταλλεύτηκε ο προεστός της Τριπολιτσάς Γ. Μπάρμπογλου (μετέπειτα έγινε Βάρβογλης) και έστρεψε το λαό της Τριπολιτσάς εναντίον του Κολοκοτρώνη. Το 1824 μάλιστα, εσύστησαν εταιρεία την οποίαν ονόμασαν «αδελφότητα», που δρούσε εχθρικά απέναντι του μέχρι την απελευθέρωση και μετά έγιναν συκοφάντες κάποιοι στη δίκη στ’ Ανάπλι την περίοδο της αντιβασιλείας. 

Άλωση της Τριπολιτσάς

 

Το παλαιό Εκτελεστικό στις 17 Ιανουαρίου 1824 με εισήγηση του Κολοκοτρώνη μετέθεσε την έδρα του στην Τριπολιτσά για μεγαλύτερη ασφάλεια. Κατηγορούσε ότι δια του Μαυροκορδάτου μελετούσε «να δώσει την Ελλάδα εις τους Άγγλους». Επεδίωξε να αλλάξει την απόφαση του Πλαπούτα που είχε στραφεί προς την Κυβέρνηση του Κρανιδίου και να τον φιλιώσει με τους Δεληγιανναίους που είχαν συγκρουσθεί για τις προσοδούς της Γορτυνίας. Έστειλαν δε αποστόλους με σχετικές οδηγίες για προσεταιρισμό των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδος και των Σουλιωτών. Από τις πρώτες ενέργειες ήταν η προσπάθεια ματαίωσης του δανείου από την Αγγλία και η πρόσκληση του Καποδίστρια, ο οποίος διέμενε στη Γενεύη, να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας. Για το διπλό αυτό σκοπό ανέθεσε στον Δ. Περούκα τη διεκπεραίωση. Την ενέργεια αυτή κατήγγειλε ως «αντεθνική» και «διασπαστική» η κυβέρνηση του Κρανιδίου και οι αγγλικές αρχές αρνήθηκαν να του επιτρέψουν από τα επτάνησα, που είχε μεταβεί, τη συνέχιση του ταξιδιού.

Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων διαδραμάτισε η εταιρεία της Τριπολιτσάς «αδελφότης». Με την εκδήλωση της πολιτικής κρίσης η εταιρεία πήρε πολιτική θέση, η οποία στρεφόταν εναντίον του Κολοκοτρώνη. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε το νέο Εκτελεστικό με υποσχέσεις μισθών και διπλωμάτων προσεταιρίσθηκε ηγετικά της στελέχη. Οι σκοποί της «αδελφότητας» εκδηλώθηκαν απροκάλυπτα στη διάρκεια οχλαγωγίας, η οποία είχε αφορμή το φόνο φούρναρη από αξιωματικό της φρουράς του Παπαφλέσσα. Οι Τριπολιτσιώτες παρακινούμενοι από τους αρχηγούς της «αδελφότητας» αποδοκίμαζαν την κυβέρνηση με το σύνθημα «κάτω το Εκτελεστικό». Στις συμπλοκές σκοτώθηκαν δυό-τρεις οπαδοί του Παπαφλέσσα και κινδύνευσε να καεί και ο ίδιος. Σώθηκε με την βοήθεια του Πλαπούτα και αναγκάσθηκε να καταφύγει στο Κρανίδι, όπου ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών. Υπεύθυνος θεωρήθηκε τότε για τα γεγονότα ο Παπαφλέσσας. Με την επέμβαση του Κολοκοτρώνη, που επέστρεψε εσπευσμένα στην πόλη, τα πράγματα ηρέμησαν. Όμως οι εταίροι της «αδελφότητας» πλήθαιναν, παρακολουθούσαν τις ενέργειες του παλαιού Εκτελεστικού και ενημέρωναν τους «κυβερνητικούς». Μάλιστα επιχείρησαν να δολοφονήσουν τον Κολοκοτρώνη, όταν επέστρεφε νύχτα από το σπίτι του Πετρόμπεη, όπου συνεδρίαζε το Εκτελεστικό. Τον έσωσε από βέβαιο θάνατο ένας από τους συνωμότες, ο Αναγν. Σαράτσης ή Τσάτσος. Μετά την απόπειρα ο Κολοκοτρώνης κάλεσε τον γιό του Γενναίο με 200 στρατιώτες και ενίσχυσε τη φρουρά της πόλης.

Άλωση της Τριπολιτσάς

 

Συζητήθηκε δε στο Εκτελεστικό πρόταση να συλληφθούν για τα συνωμοτικά τους σχέδια τέσσερα σημαντικά στελέχη της «αδελφότητας» και μετά να προχωρήσει το στράτευμα, πιστό στο Εκτελεστικό, και να επιτεθεί στους «κυβερνητικούς» στην Αργολίδα. Ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε γιατί ήθελε να αποφύγει την ένοπλη ρήξη και γιατί πίστευε ότι ήταν δυνατή η συμφιλίωση.

Σ’ αυτό το πνεύμα διαλλακτικότητας έγιναν προσπάθειες συμβιβασμού, πρώτα από τον Νικηταρά και στη συνέχεια από τους Υψηλάντη, που κρατούσε ουδέτερη στάση, και τον Πλαπούτα. Οι προτάσεις του όμως απορρίφθηκαν μετά από εισηγήσεις των Μαυροκορδάτου – Κωλέττη. Η αποτυχία του συμβιβασμού και η ανοχή του Γενναίου στις βιαιοπραγίες των στρατιωτών του σε βάρος των αντιφρονούντων όξυνε την κατάσταση μέσα στην Τριπολιτσά. Σε νέα εξέγερση της «αδελφότητας» τετρακόσιοι άνδρες πήραν τα όπλα και στράφηκαν εναντίον της φρουράς. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές. Πολλοί απειροπόλεμοι πολίτες πέταξαν τα όπλα τους και γύρισαν στα σπίτια τους, αρκετοί όμως με επικεφαλής τον Μ. Μποταΐτη οχυρώθηκαν στη Μεγάλη Τάπια και σε γειτονικά σπίτια και ζήτησαν τη βοήθεια των «κυβερνητικών». Ο Κολοκοτρώνης φοβούμενος μήπως τους σταλλεί βοήθεια στρατολόγησε στην Καρύταινα 2000 άνδρες. Από έλλειψη τροφών και βοήθειας οι εξεγερθέντες αναγκάσθηκαν να ζητήσουν διαπραγματεύσεις. Με τη μεσολάβηση του Γ. Μαυρομιχάλη και την προστασία του φυγαδεύτηκαν νύχτα από την Τριπολιτσά μαζί με τα ηγετικά στελέχη της «αδελφότητας» και ενώθηκαν με τους «κυβερνητικούς» στο Κρανίδι. Έτσι αποκαταστάθηκε η τάξη στην πόλη.

Ενώ ο Κολοκοτρώνης αισιόδοξος διέλυσε το στρατιωτικό του σώμα, η Κυβέρνηση στο Κρανίδι μετά από αίτηση της «αδελφότητας» διέταξε (17 Φεβρουαρίου) κινητοποίηση των δυνάμεων της για ένοπλη αναμέτρηση.